Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2009

Για τις αγγλόφιλες και γερμανόφιλες τάσεις που υπήρχαν πριν την Κατοχή στην Ελλάδα, ο Δημοσθένης Κούκουνας γράφει στην "Ιστορία της Κατοχής" (α΄ τόμος):

Όταν κηρύχθηκε η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, άρχιζαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες στο Βερολίνο. Είχε προηγηθεί εκείνη η απίστευτη οργανωτική προετοιμασία, κυρίως - σε ό,τι αφορά την Ελλάδα - με την τελετή αφής της ολυμπιακής φλόγας και την πληθωρική δραστηριότητα της Λένι Ρίφενσταλ. Το γεγονός ήταν μια αφορμή για να ενισχυθούν οι ελληνογερμανικές σχέσεις, αφενός με ένα αμφίδρομο τουριστικό κύμα, αφετέρου δε με τις θερμές περιποιήσεις που επιδαψιλεύθηκαν στον Διάδοχο Παύλο, στους Έλληνες επισήμους (μεταξύ των οποίων και ο τότε δήμαρχος Αθηναίων Κώστας Κοτζιάς, που πολύ σύντομα θα γίνει μέλος της κυβέρνησης Μεταξά ως υπουργός διοικητής Πρωτευούσης) και ιδίως στον θρυλικό πρώτο Ολυμπιονίκη Σπύρο Λούη.
Οι γερμανικές εφημερίδες υποδέχθηκαν θετικά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας, ενώ ο πρώτος επίσημος ξένος που υποδέχθηκε ο Έλληνας δικτάτορας, πλην του Βασιλέως Εδουάρδου της Αγγλίας, που τον είχε δει για δύο ώρες στη βρετανική πρεσβεία, ήταν ο περίφημος υπουργός Προπαγάνδας του Τρίτου Ράιχ Ιωσήφ Γκαίμπελς.
Ένας αυτόπτης ή εν πάση περιπτώσει καλά πληροφορημένος Αμερικανός δίνει στο ημερολόγιό του μια ενδιαφέρουσα περιγραφή από την επίσκεψη του Γκαίμπελς στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο 1936:
«Ο μικρός στρεβλόπους Γερμανός υπουργός Προπαγάνδας Γιόζεφ Γκαίμπελς μπήκε σήμερα όλο υποκλίσεις, ακάλυπτος και χαμογελαστός στο κλασικής ομορφιάς μαρμάρινο στάδιο της Αθήνας, με την ψηλή και παχουλή σύζυγο στο πλευρό του, δήθεν για να παρακολουθήσει τους Βαλκανικούς Ολυμπιακούς Αγώνες. Όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι πήδηξαν όρθιοι χαιρετίζοντας με υψωμένα χέρια, όπως πρόσφατα διετάχθησαν να κάνουν. Ο Μεταξάς ισχυρίζεται ότι είναι ολυμπιακός και όχι φασιστικός χαιρετισμός. Το πλήθος καθόταν ήσυχο, με μερικά ισχνά χειροκροτήματα εδώ κι εκεί από φοιτητές που ευεργετήθηκαν με γερμανικές υποτροφίες, καθηγητές που εκπαιδεύτηκαν στην Γερμανία κτλ.
Ο Κοπανάρης, ο υφυπουργός Υγείας που καθόταν δίπλα, μου ψιθύρισε σαρκαστικές παρατηρήσεις στο αυτί για τις προσπάθειες του Γκαίμπελς να γίνει αρεστός στις καρδιές των Ελλήνων, ξοδεύοντας χουβαρντάδικα δεξιά και αριστερά σε εστιατόρια, σε ψαράδες που τραβούσαν τα δίχτυα τους όπως πηγαίνανε με το αυτοκίνητό του στην παραλία, σε φτωχούς των προσφυγικών καταυλισμών που συνάντησε στον δρόμο του, και ούτω καθ’ εξής. Ο Κοπανάρης δεν είναι αντιφασίστας μόνο και μόνο επειδή πήρε μια υποτροφία του Ιδρύματος Ροκφέλλερ στην Αμερική. Παραμένει στην θέση του μετά από πιέσεις των δημοκρατικών φίλων του και μόνο επειδή είναι ήδη τόσα χρόνια εκεί ώστε το υπουργείο δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει χωρίς αυτόν. Κοντά του καθόταν ο Ζουμπινάκης, πρώην διευθυντής της Μαρασλείου Ακαδημίας, της οποίας η σύγχρονη και ελπιδοφόρα πτέρυγα πειραματικής παιδείας τού μύρισε τόσο άσχημα του Μεταξά, που τον έδιωξε από το σχολείο και τον ανάγκασε να παραιτηθεί.
Με ισχυρή αστυνόμευση, ο Γκαίμπελς περιηγήθηκε όλη την μέρα στα ιστορικά σημεία της πόλης, βγάζοντας λόγους για όσους επιθυμούσαν να ακούσουν σχετικά με την αγάπη που έτρεφε ο Φύρερ για το κλασικό κάλλος και την ελληνική ιστορία. Οι φίλοι μου του Υπουργείου Εξωτερικών μου είπαν ότι έγινε προσπάθεια να πεισθεί ο βασιλέας να επιστρέψει στην Αθήνα από τις όψιμες θερινές διακοπές του στην Κέρκυρα, έτσι ώστε να γίνει δεκτός στα ανάκτορα ο Γκαίμπελς• αλλά ο βασιλέας φάνηκε απρόθυμος. Έτσι, επί των τιμών βρέθηκε ο Μεταξάς.
[...] Ο Γκαίμπελς ξετρελάθηκε από την χαρά του όταν ανακάλυψε ότι η σβάστικα είχε δουλευτεί σαν μοτίβο στο σιδερένιο κιγκλίδωμα που περιφράσσει το μέγαρο που φιλοξενεί τώρα το Συμβούλιο Επικρατείας. Το κιγκλίδωμα είχε τοποθετηθεί όταν το μέγαρο κτιζόταν για κατοικία του Ερρίκου Σλήμαν, αυτού του γεννημένου στην Γερμανία Αμερικανού υπηκόου που ανέσκαψε τις Μυκήνες και την Τροία. Λέει τώρα ο Γκαίμπελς ότι αυτή είναι μια ακόμη απόδειξη ότι οι Έλληνες, από τους οποίους ο Σλήμαν ξεσήκωσε το σύμβολο, είναι πράγματι Τεύτονες, όπως διατείνεται και ο Χίτλερ, και ότι ήρθαν από τον βορρά για να δημιουργήσουν αυτή την δόξα της Ελλάδος. Αυτό τους κάνει όλους, Έλληνες και Γερμανούς, αδέλφια. Και με αυτή την υπέροχα λανθασμένη κίνηση ξέφτισε και την λίγο καλή εντύπωση που είχαν δημιουργήσει στους Νεοέλληνες οι φιλοφρονήσεις του για τον Φύρερ».
Η επίσκεψη του Γκαίμπελς αποτελούσε ένα διακριτικό γερμανικό άνοιγμα προς την Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι ο Χίτλερ και το περιβάλλον του δεν έδειχναν να διατηρούν πολιτικές βλέψεις. Ένα προγενέστερο ταξίδι άλλου Γερμανού υπουργού, του Χέρμαν Γκαίριγκ, το 1934, είχε προκαλέσει και πάλι ευμενές κλίμα για τις ελληνογερμανικές σχέσεις. Το ίδιο σημειώθηκε και το 1937, με την επίσκεψη του Γερμανού υπουργού Παιδείας Ρουστ, όπως και το 1938 με την άφιξη του Ρόμπερτ Λέυ, επικεφαλής του Γερμανικού Μετώπου Εργασίας και της οργάνωσης «Χαρά και Εργασία», ο οποίος ήλθε για την έκθεση της τελευταίας στο Ζάππειο. Ανάλογη ήταν και η αντιμετώπιση Ελλήνων επισήμων που επισκέφθηκαν τη Γερμανία την ίδια εποχή. Με τα ταξίδια του Διαδόχου Παύλου (ο οποίος τον Ιανουάριο 1938 τέλεσε τον γάμο του με Γερμανίδα πριγκίπισσα), υπουργών όπως ο Κ. Κοτζιάς, ο Θ. Νικολούδης κ.ά. το κλίμα που επικρατούσε στις ελληνογερμανικές σχέσεις ενισχυόταν επίσης.
Ίσως πιο χαρακτηριστική ήταν η επίσκεψη του άλλοτε υπουργού Παιδείας καθηγητή Νικ. Λούβαρι τον Ιούνιο 1937, στο πλαίσιο ενός φολκλορικού ευρωπαϊκού φεστιβάλ που έγινε στο Βερολίνο. Στην ελληνική αντιπροσωπεία δόθηκε η πιο τιμητική θέση, ενώ ο επικεφαλής της Ν. Λούβαρις προσφώνησε τον Χίτλερ εκ μέρους όλων των εθνικών αντιπροσωπειών και είχε συζήτηση μαζί του. Ίσως το πιο αξιοσημείωτο να ήταν το ασυνήθιστο ενδιαφέρον που εξέφρασε ο Χίτλερ όταν την ίδια ημέρα συνάντησε, εκτός της Κούλας Πράτσικα και των μελών της ομάδας της, τη Ραλλού Μάνου (ετεροθαλή αδελφή της Ασπασίας Μάνου, χήρας του Βασιλέως Αλεξάνδρου, που ήταν μόνιμα εγκατεστημένη στη Φλωρεντία). Γοητευμένος μιλούσε για πολλή ώρα μαζί της, «κρατώντας πάντα το χέρι της μέσα στα δικά του», κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση δημοσιογράφου που ήταν αυτόπτης .
Το φιλικό πνεύμα που έδειχνε η Γερμανία απέναντι στην Ελλάδα, έρχεται σε αντίθεση προς την επίσημη Ιταλία, η οποία παρέμεινε πάντα επιφυλακτική σε τέτοιου είδους εκδηλώσεις και γενικά ήταν ψυχρή προς τον Μεταξά και το καθεστώς του.
Δεν δόθηκε από τους Ιταλούς καμιά ιδιαίτερη σημασία στην εγκαθίδρυση αυταρχικού καθεστώτος στην Ελλάδα. Ένας ιστορικός ερευνητής , που ασχολήθηκε ειδικά με αυτό το πλέγμα των σχέσεων Ελλάδος-Ιταλίας στη συγκεκριμένη περίοδο, αναφέρει χαρακτηριστικά:
«...Το ενδιαφέρον της Ρώμης για τις ελληνικές εξελίξεις είχε προφανώς σχέση και με τους στόχους της εξωτερικής πολιτικής. Ο Μουσολίνι επιδίωκε να υποδαυλίσει την υποβόσκουσα κρίση ενός οικοδομήματος όπως η βαλκανική Αντάντ, η οποία βασιζόταν στην τάξη πραγμάτων που προέκυψε μετά τη συνθήκη ειρήνης των Βερσαλλιών. Ταυτόχρονα επιζητούσε να χαλαρώσουν οι ιστορικοί δεσμοί εξάρτησης της Ελλάδας από τη Μεγάλη Βρετανία, τον πραγματικό εχθρό του φασισμού. Όλα αυτά εξηγούν τους λόγους για τους οποίους η βασιλική ιταλική πρεσβεία στην Αθήνα παρακολουθούσε τις εξελίξεις στην Ελλάδα μέσω του πληρεξουσίου υπουργού R. Boscarelli, που ήταν επικεφαλής της. Ο Μποσκαρέλι ήταν ιδιαίτερα επιδέξιος παρατηρητής της εσωτερικής πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα και των διεθνών επιπτώσεων που είχαν οι εξελίξεις στην Αθήνα. Σε συνάρτηση με τα παραπάνω θα πρέπει να αναφερθεί και άλλος ένας παράγοντας: το ιδεολογικό στοιχείο που κρυβόταν πίσω από την εκτεταμένη επιχείρηση στήριξης εκ μέρους της φασιστικής ιταλικής κυβέρνησης των ακροδεξιών δικτατοριών, οι οποίες είχαν εγκαθιδρυθεί στην Ευρώπη κατά την περίοδο εκείνη».
Οι Ιταλοί επίσημοι και ο Τύπος είχαν δει επιφυλακτικά την επιβολή της δικτατορίας Μεταξά, αλλά τον Νοέμβριο του 1936 όταν μεταφέρθηκαν από τη Φλωρεντία οι άταφες σοροί των Βασιλέων Κωνσταντίνου, Όλγας και Σοφίας για να ενταφιασθούν στο Τατόι, η ιταλική κυβέρνηση απέδωσε εξαιρετικές τιμές, πράγμα που θα μπορούσε να είχε αποφύγει. Η ιταλική επιφυλακτικότητα είχε μάλλον την έννοια της αναμονής των περαιτέρω ενεργειών του νέου καθεστώτος: Ενδιαφερόταν όντως ο Ιω. Μεταξάς να δημιουργήσει ένα ομόλογο φασιστικό κράτος;
Μόλις δέκα ημέρες μετά την κήρυξη της δικτατορίας, ο Ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα Μποσκαρέλι ζητεί από τη Ρώμη την αποστολή «ιδεολογικού» υλικού προς ...αντιγραφήν. Το ενδιαφέρον του Μεταξά να ενημερωθεί με επίσημο τρόπο για τη λειτουργία ορισμένων τομέων δεν θα πρέπει να παρεξηγηθεί επειδή απευθύνεται στη φασιστική Ιταλία. Λίγο καιρό νωρίτερα, είχε με παρόμοιο τρόπο απευθυνθεί στην αμερικανική πρεσβεία για να ενημερωθεί για το «New Deal» του Προέδρου Ρούσβελτ , που προφανώς είχε εντυπωσιάσει τον Έλληνα πρωθυπουργό. Αναφέρει συγκεκριμένα ο Ιταλός πρεσβευτής : «Η κυβέρνηση Μεταξά επιθυμεί να εμπνευσθεί, όσο και εφόσον μπορεί, από τις θεμελιώδεις αρχές του φασιστικού δόγματος, στο πλαίσιο της εφαρμογής του προγράμματός της για την αναδιοργάνωση και την αναζωογόνηση του ελληνικού κράτους. Μέλη της κυβέρνησης, ανώτατα κρατικά στελέχη και προσωπικότητες κύρους, σε απ’ ευθείας σύνδεση με την κυβέρνησή μας, ζητούν καθημερινά πληροφορίες, ιταλικές δημοσιεύσεις και κείμενα νόμων. Τα θέματα εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των ακολούθων υπηρεσιών: υπουργείο Πληροφοριών και Προπαγάνδας, εθνική οργάνωση Μπαλίλα, εθνική οργάνωση Ελευθέρου Χρόνου (Dopolavoro), Κοινωνικές Ασφαλίσεις, Κρατικός Προϋπολογισμός, Δημόσια Αρωγή, Δημόσια Οικονομικά, Νόμοι για τις επιχειρήσεις».
Δεν είναι φυσικά κοινό μυστικό ότι το καθεστώς Μεταξά ακολούθησε πολλά εξωτερικά χαρακτηριστικά της φασιστικής κρατικής οργάνωσης, ούτε εκ προοιμίου θα έπρεπε αυτό να επικριθεί. Σε ορισμένους τομείς, όπως π.χ. η κοινωνική πρόνοια και οι δημόσιες ασφαλίσεις, το φασιστικό κράτος είχε θεαματικά θετικά αποτελέσματα, προκαλώντας διεθνώς τον θαυμασμό (και στην Ελλάδα προσωπικότητες του βεληνεκούς Ελ. Βενιζέλου, Αλ. Παπαναστασίου, Π. Κανελλόπουλου, Ν. Καζαντζάκη κ.ά. είχαν εκφρασθεί ανάλογα) .
Το ζήτημα είναι ότι ο Ιω. Μεταξάς ήταν απ’ αρχής αποφασισμένος να ακολουθήσει ένα φασιστικό πρότυπο, προσαρμοσμένο στην ελληνική πραγματικότητα. Δεν είχε σκεφθεί να δημιουργήσει μια προσωπικού τύπου δικτατορία, όπως π.χ. του Θεοδ. Πάγκαλου δέκα χρόνια νωρίτερα, αλλά ένα ευρυτέρων διαστάσεων καθεστώς που θα είχε διάρκεια και θα επιζητούσε την αναγέννηση της κοινωνίας μέσα από τα παραδοσιακά ιδανικά της θρησκείας, της πατρίδας και της οικογένειας. Δεν φαίνεται να είχε προνοήσει πώς θα έπλαθε το καθεστώς του πριν το εγκαθιδρύσει, γι’ αυτό και οι περισσότερες αποφάσεις του λαμβάνονται συνήθως σταδιακά και συγκυριακά και έπειτα από εισηγήσεις άλλων.
Η επανειλημμένα επισημασμένη αντινομία της 4ης Αυγούστου στη μεν εσωτερική πολιτική να είναι ολοκληρωτικό κράτος, στη δε εξωτερική να είναι σταθερά προσηλωμένη η Ελλάδα στις λεγόμενες Δυτικές Δημοκρατίες, άφησε ανοικτό το πεδίο για τη δραστηριότητα ιταλόφιλων και γερμανόφιλων προσώπων εντός του καθεστώτος. Ήδη ο αρχικά έμπιστός του υπουργός Εσωτερικών Θεόδωρος Σκυλακάκης , που σε αντικατάσταση του Γ. Λογοθέτη είχε αναλάβει το υπουργείο Εσωτερικών μετά την καταστολή των γεγονότων της Θεσσαλονίκης τον Μάιο 1936, είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση. Το 1934 είχε σχηματίσει την «Οργάνωση Εθνικού Κυριάρχου Κράτους» (ΟΕΚΚ), μια κίνηση απερίφραστα γερμανόφιλη, που εκείνη την εποχή διεκδίκησε ανεπιτυχώς να μονοπωλήσει την εθνικοσοσιαλιστική τάση στην Ελλάδα, αν και υπήρχαν εν λειτουργία και με αναλογικά μαζικότερη απήχηση η «Τρίαινα» υπό τον Ιάκωβο Διαμαντόπουλο, το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος του Γεωργ. Μερκούρη και ορισμένες άλλες μικρότερες οργανώσεις.
Ο χώρος αυτός των γερμανοφίλων στην Ελλάδα προ της 4ης Αυγούστου 1936 ήταν πολυδιασπασμένος. Το ίδιο ίσχυε και για τις κινήσεις των ιταλοφίλων, που ήταν ακόμη λιγότερες αριθμητικά. Τελικά πολλοί εξ αυτών των γερμανοφίλων και ιταλοφίλων βρήκαν καταφύγιο για δράση μέσα στο νέο καθεστώς, ενώ οι περισσότεροι προσαρμόσθηκαν ιδεολογικά στα πλαίσια του ελληνοποιημένου φασισμού που αντιπροσώπευε η 4η Αυγούστου και στην οποία επικρατούσαν τα συνθήματα της «εθνικής αναγέννησης», του «τρίτου ελληνικού πολιτισμού», του «εθνικού κράτους», του αντικοινοβουλευτισμού, του αντικομμουνισμού κ.ά. Όλες εκείνες οι προδικτατορικές ποικιλώνυμες οργανώσεις, μικρές ή μεγάλες, σημαντικές ή ασήμαντες, αντικειμενικά όμως περιθωριοποιημένες και παροπλισμένες, απαγορεύθηκαν και διαλύθηκαν στις 4 Αυγούστου 1936, όπως και όλα τα άλλα πολιτικά κόμματα και οι πολιτικές κινήσεις σε όλη την Ελλάδα.
Χωρίς αμφιβολία μέσα από τις φιλοφασιστικές κινήσεις της προδικτατορικής περιόδου θα προέλθουν άτομα και ομάδες που θα επαναδραστηριοποιηθούν κατά την Κατοχή προβάλλοντας το ιδεολογικό πλαίσιο της συνεργασίας με τον κατακτητή, χρησιμοποιώντας ως εφαλτήριο αφορισμούς κατά του κοινοβουλευτισμού, του μπολσεβικισμού, αλλά και την προοπτική μιας ηνωμένης Ευρώπης. Αξιοσημείωτο είναι ότι ταυτόχρονα άλλοι ομοϊδεάτες τους θα στελεχώσουν αργότερα αντιστασιακές κινήσεις, ενώ σε περιόδους εξάρσεων δεν θα διστάσουν να μεταστραφούν υπέρ των Άγγλων.
Ως τέτοιες δεξαμενές μπορούν να αναφερθούν, πλην των προαναφερθεισών γερμανόφιλων ΟΕΚΚ, «Τρίαινας» και του κόμματος του Μερκούρη, οι μάλλον ιταλόφιλες Ένωση Ελλήνων Φασιστών με αρχηγό τον Θ. Υψηλάντη, Οργάνωση Ελλήνων Εθνικιστών υπό τον Αλέξ. Γιάνναρο (διάδοχος της προηγούμενης) και η ιδιότυπη οργάνωση Εθνική Ένωσις Ελλάς (ή Ελλάδος), γνωστότερη με τα αρχικά της (ΕΕΕ), που διέθετε ειδικό βάρος στη Βόρειο Ελλάδα και είχε εκδηλωθεί ως αντιεβραϊκή. Θα εστιάσουμε την προσοχή μας σ’ αυτή την τελευταία, διότι είναι η μοναδική πολιτική οργάνωση που ανασυστήθηκε και συνέχισε τη δράση της επί Κατοχής, πιστεύοντας ακράδαντα και μέχρι τέλους στη γερμανική νίκη, με αποκορύφωμα την αναχώρηση της ηγεσίας της τον Οκτώβριο του 1944 στη Βιέννη, προκειμένου να επιστρέψει όταν το Τρίτο Ράιχ με το αναμενόμενο «νέο όπλο» θα κέρδιζε τον πόλεμο!
Τα ΕΕΕ ιδρύθηκαν το 1927 στη Μακεδονία. Μόλις τα προηγούμενα χρόνια είχε ολοκληρωθεί η ανταλλαγή πληθυσμών με την απομάκρυνση Μουσουλμάνων και Σλαβομακεδόνων. Η εγκατάσταση νέων κατοίκων, που προέρχονταν από τον Πόντο και τη Μικρά Ασία, προκαλούσε νέες ισορροπίες για τους γηγενείς Έλληνες κατοίκους της Μακεδονίας, οι οποίοι ιδρύοντας αυτή την οργάνωση, όπως προκύπτει και από τον τίτλο της, θέλησαν να εδραιώσουν την εθνική συνείδηση, κυρίως απέναντι σε ξενοκεντρικές προπαγάνδες που συνέχιζαν να λειτουργούν. Πλην των όσων Σλαβομακεδόνων είχαν απομείνει αποκρύβοντας τα βουλγαρόφρονα αισθήματά τους και των ελάχιστων Κουτσοβλάχων που ήταν επηρεασμένοι από τη ρουμανική προπαγάνδα, υπήρχε και ένας άλλος μειονοτικός πληθυσμός που επίσης διατηρούσε διαθέσεις αυτονομιστικές: ένα μέρος των Εβραίων της Μακεδονίας και ιδιαίτερα της Θεσσαλονίκης συνέχιζε να θεωρεί εφικτή τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου διεθνιστικού κρατιδίου με έδρα τη μακεδονική μεγαλούπολη. Ωστόσο ένα άλλο μέρος των Εβραίων κατοίκων (κυρίως από τους Ρωμανιώτες) ασπαζόταν τη θεωρία του αφομοιωτισμού και δήλωνε εθνική συνείδηση, αντιδρώντας στους δυναμικούς Σιωνιστές.
Ο κίνδυνος ενός χωριστικού κινήματος στην ελληνική Μακεδονία εξακολουθούσε να είναι ορατός, έστω και νεφελώδης. Οπωσδήποτε πιο επίφοβος ήταν ο κίνδυνος από τον αναπτυσσόμενο εγχώριο κομμουνισμό, ο οποίος μόλις τα χρόνια εκείνα είχε διατυπώσει δόγμα αυτόνομης Μακεδονίας, με αποτέλεσμα να βρεθεί το ΚΚΕ στη δίνη ενδοκομματικών αναστατώσεων. Ακριβώς σ’ αυτόν τον συνδυασμό κοινών στόχων των Σλαβομακεδόνων, των Εβραίων και του ΚΚΕ κατά τη δεδομένη συγκυρία θέλησαν να αντιπαραταχθούν τα ΕΕΕ .
Η οργάνωση αυτή στα πρώτα χρόνια της δεν είχε πολιτικό χαρακτήρα και αποσκοπούσε στην εθνική συσπείρωση των Μακεδόνων, περιλαμβανομένων και των προσφύγων που ήλθαν με την ανταλλαγή, χωρίς αρχικά να έχει άλλες ευρύτερες φιλοδοξίες. Φαίνεται όμως ότι η απήχηση που απέκτησε, προσέλκυσε την προσοχή των πολιτικών κομμάτων, ιδίως του Κόμματος Φιλελευθέρων και των κατά τόπους πολιτευτών του. Μέχρι το 1933, που η οργάνωση παραμένει συμπαγής και αδιάσπαστη, είχε χροιά βενιζελική και παράλληλα ιταλόφιλη, έννοιες καθόλου ασυμβίβαστες. Τα ΕΕΕ κατηγορήθηκαν για τον εμπρησμό του εβραϊκού συνοικισμού Κάμπελ στη Θεσσαλονίκη και άλλα παρόμοια βίαια επεισόδια που σημειώθηκαν στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας 1930. Η αφορμή είχε προέλθει από τη συμμετοχή αντιπροσωπείας της οργάνωσης της εβραϊκής νεολαίας «Μακαμπή» σε συνέδριο στη Σόφια, όπου εκεί εκφράσθηκε η ευχή για δημιουργία αυτόνομου μακεδονικού κράτους. Αν και έχουν εκφρασθεί αμφιβολίες για το τι ακριβώς συνέβη, το γεγονός ότι οι συντηρητικότεροι Εβραίοι, οι λεγόμενοι «αφομοιωτές» , διαχώρισαν τη θέση τους, επιβεβαιώνει ότι η «Μακαμπή» είχε υπερβεί τα εσκαμμένα. Το γεγονός προβλήθηκε με έντονο τρόπο από τις εφημερίδες της Θεσσαλονίκης, ιδιαίτερα από τη «Μακεδονία», της οποίας ο αρχισυντάκτης Νίκος Φαρδής θεωρήθηκε ότι με την αρθρογραφία του φανάτισε την τοπική κοινή γνώμη.
Γενικός διοικητής Μακεδονίας ήταν τότε ο στρατηγός Στυλιανός Γονατάς, φίλα προσκείμενος προς την οργάνωση, ο οποίος όμως όταν κατάλαβε πού μπορούσε να οδηγηθεί η κατάσταση έσπευσε να διαχωρίσει τη θέση του . Μετά τον εμπρησμό του Κάμπελ, που ουσιαστικά είναι η μοναδική αντιεβραϊκή δράση από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912, δημιουργήθηκε μια ατμόσφαιρα έντασης με εκατέρωθεν προκαλούμενα επεισόδια ήσσονος σημασίας, όχι όμως εντελώς αναίμακτα. Από την κατάσταση αυτή ενδιαφέρθηκε να επωφεληθεί το ΚΚΕ, που συμμετείχε πλέον ενεργά στην πολιτική ζωή. Η γραμμή του ήταν α) να στηρίξει την ευρεία μάζα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, που μέσα από την πορεία της Φεντερασιόν ανήκε στη ραχοκοκαλιά των οπαδών του, β) να παραμείνει σύμμαχος στις όποιες αυτονομιστικές προοπτικές μπορούσαν να υπάρχουν, και γ) να αντιμετωπίσει δυναμικά στο πεζοδρόμιο τον εγχώριο φασισμό.
Προς τον σκοπό αυτό έστειλε στη Θεσσαλονίκη ικανά καθοδηγητικά στελέχη του, μεταξύ των οποίων τον Τάκη Φίτσο από την Αθήνα, ο οποίος σε μια σειρά άρθρων του στον «Ριζοσπάστη» της εποχής αναλύει τα μετά τον εμπρησμό του Κάμπελ (Ιούνιος 1931) γεγονότα.
Η οργάνωση ΕΕΕ συνέχισε να κινείται δραστήρια στη Βόρειο Ελλάδα, αύξησε τα γραφεία της σε διάφορες πόλεις, ενώ απέκτησε ισχύ τόσο ανάμεσα στους φοιτητές όσο και γενικότερα στους νέους με την ίδρυση του Σώματος Ελλήνων Αλκίμων, που ήταν αντίστοιχο των προσκόπων και των νεολαίων της «Μακαμπή». Τον Μάρτιο 1933, όταν για πρώτη φορά μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή στην εξουσία ανέρχονται οι αντιβενιζελικοί και σχηματίζεται η κυβέρνηση Π. Τσαλδάρη, τα ΕΕΕ υφίστανται ενδοοργανωτικούς τριγμούς, ως απόρροια των οποίων είναι η διαμόρφωση δύο διπλών τάσεων που δεν έχουν μεταξύ τους διαχωριστική γραμμή: βενιζελική και ιταλόφιλη, αντιβενιζελική και γερμανόφιλη. Ενδιαφέρον είναι ότι η πρώτη και μόνον διατηρεί χαρακτήρα αντιεβραϊκό – και αυτό παρά το γεγονός ότι η εκπροσώπηση του αυθεντικού ιταλικού φασιστικού κόμματος (εξωτερικού) γίνεται από Εβραίους της Θεσσαλονίκης!
Η οργάνωση χρησιμοποιεί ως πρωτεύοντα συνθήματα τα «Έλληνες ενωθήτε» και, κατά το αντίστοιχο γερμανικό των εθνικοσοσιαλιστών, «Ελλάς ξύπνα». Παραστρατιωτικός σχηματισμός της είναι οι Χαλυβδόκρανοι, που θα μπορούσε να αντιστοιχισθεί με τα Τάγματα Εφόδου του Χίτλερ ή τους πρώιμους φασιστικούς σχηματισμούς του Μουσολίνι πριν από την άνοδό του στην εξουσία. Εκτός από τους οργανωμένους νεολαίους της, διαθέτει μια εκτεταμένη οργανωτική δομή στον χώρο του συνδικαλισμού. Ο γεν. γραμματέας της Δ. Χαριτόπουλος έχει την ιδιότητα του προέδρου του Εθνικού Συνδέσμου Καπνεργατών. Πλην του ΚΚΕ, είναι η μόνη πολιτική δύναμη που διαθέτει ερείσματα και ζηλευτή οργάνωση με σωματεία εργατών, αγροτών, επαγγελματιών, φοιτητών, μαθητών, ενώ εκδίδονται προσκείμενες εφημερίδες στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και άλλες βορειοελλαδικές πόλεις.
Τον Ιούνιο 1933, ακριβώς δύο χρόνια μετά τον εμπρησμό του συνοικισμού Κάμπελ, ο οποίος έδωσε πανελλήνια δημοσιότητα στα ΕΕΕ, πραγματοποιήθηκε η «πορεία προς την Αθήνα». Διαθέτοντας παραστρατιωτικά χαρακτηριστικά τετραψήφιος αριθμός Χαλυβδοκράνων κατήλθε σιδηροδρομικώς από τη Θεσσαλονίκη στην πρωτεύουσα και από τον Σταθμό Λαρίσης παρήλασε σε σχηματισμούς μέσω των αθηναϊκών λεωφόρων για να καταλήξει τελετουργικά στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου. Τους υποδέχθηκαν επίσημα, πλην του προέδρου της Γερουσίας Στυλ. Γονατά, οι υπουργοί Εσωτερικών και Δικαιοσύνης Ιω. Ράλλης και Σπ. Ταλιαδούρος, οι στρατιωτικές και αστυνομικές αρχές κ.ά.
Το γεγονός αυτό ήταν ενδεικτικό της απήχησης που είχε προκαλέσει μέχρι τότε η οργάνωση με τις εμφανίσεις της, που της έδιναν υφή αντίποδα του ΚΚΕ. Ο εντυπωσιασμός που αντιπροσώπευε για την κοινή γνώμη η «πορεία προς την Αθήνα», που κάθε άλλο παρά απειλητική για τους νόμιμους φορείς της εξουσίας ήταν, σύντομα θα οδηγήσει στην αλαζονεία της ηγεσίας των ΕΕΕ και στην άκαιρη προβολή προσωπικών φιλοδοξιών.
Όταν στους πρώτους μήνες του 1934 η διάσπαση των ΕΕΕ είναι γεγονός, η κύρια μερίδα παραμένει η φιλοβενιζελική και ιταλόφιλη, η οποία πρωτοστατεί στη μετατροπή της οργάνωσης σε «Κόμμα Εθνικόν και Σοσιαλιστικόν» . Ωστόσο τα ηγετικά στελέχη αυτής της μερίδας είναι εκείνα που θα επανασυστήσουν την οργάνωση επί Κατοχής και μάλιστα θα βρεθούν τελικά στη Βιέννη με τους λοιπούς αυτοεξόριστους Έλληνες χιτλερικούς. Παρά την επαναστατική ορολογία της, η οργάνωση δεν απείλησε την καθεστηκυία τάξη. Αντιθέτως, σε πολλές περιπτώσεις, λειτούργησε για την υποστήριξή της, μερικές φορές μάλιστα σε ευθεία αντιπαράθεση με τους κομμουνιστές, κερδίζοντας έτσι υποστηρικτές όπως π.χ. ο σοφός βυζαντινολόγος Νίκος Βέης, ο οποίος μίλησε στον «Παρνασσό» σε συγκέντρωση που είχε διοργανώσει το Παράρτημα Αθηνών των ΕΕΕ.
Στο κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935 τα ΕΕΕ δεν έπαιξαν ρόλο, αλλά λίγο αργότερα η ηγετική ομάδα που, παραγκωνίζοντας τους βενιζελικούς αξιωματικούς Α. Παπακυριαζή και Εμμ. Δημοτάκη, είχε επικρατήσει (Κ. Γούλας , Δ. Χαριτόπουλος, υιός Κοσμίδης κ.ά.) προθυμοποιήθηκε να προσφέρει την αρχηγία στον στρατηγό Θεόδωρο Μανέττα και εν συνεχεία στον συνταγματάρχη Πέτρο Γρηγοράκη, γνωστούς ως ακραιφνείς βενιζελικούς, αφού προηγουμένως είχε απορρίψει παρόμοια πρόταση ο άλλοτε βενιζελικός υπουργός Απόστολος Αλεξανδρής. Σε προγενέστερες φάσεις η οργάνωση τελούσε σε στενή επαφή με πρόσωπα που ανήκαν στην αντίθετη παράταξη, όπως π.χ. ο Αναστάσιος Νταλίπης ή ο Μίκης Μελάς (γιος του Παύλου). Η οργάνωση υποχρεωτικά πέρασε σε ανυπαρξία όταν κηρύχθηκε η δικτατορία της 4ης Αυγούστου.
Πλην των ΕΕΕ και των άλλων άλλων γερμανόφιλων ή ιταλόφιλων πολιτικών οργανώσεων, σε προσωπικό επίπεδο υπήρξαν πολιτικοί που εμφανίστηκαν ως συμπαθούντες, τελικά συμβάλλοντας με το κύρος και την προβολή που διέθεταν στη διάδοση παρομοίων ιδεών, ανεξάρτητα από τη στενή πολιτική ταυτότητά τους. Είναι όμως ενδιαφέρον να δούμε τη διάσπαση που γνώρισε το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδος τον Δεκέμβριο του 1930, κατά τη διάρκεια συνεδρίου του, ίσως όχι χωρίς κάποια ανάμιξη των ΕΕΕ . Περικλείει ορισμένα προφητικά χαρακτηριστικά, εκτός αν, ακόμη χειρότερα, η καταγγελτική γνώμη της αντιηγετικής ομάδας περί φασιστικών αντιλήψεων της νέας ηγεσίας ήταν τόσο καλά εμπεριστατωμένη. Την τετραμελή ηγεσία, που καταγγέλθηκε ως εκφράζουσα φασιστικές αντιλήψεις και που νομιμοφανώς αναδείχθηκε στο συνέδριο εκείνο αποτελούσαν οι Ιω. Σοφιανόπουλος, Σ. Ανθρακόπουλος, Ν. Ματούσης και Απ. Παγκούτσος. Και οι τέσσερις επί Κατοχής βρέθηκαν υπό ιταλική επιρροή, άλλος συνεργασθείς λιγότερο και άλλος περισσότερο .
Εξ αυτών ο Σωκράτης Ανθρακόπουλος, που είχε εκλεγεί βουλευτής στις εκλογές του 1928 και του 1932 υπήρξε αρθρογράφος της ελληνόφωνης ιταλικής προπαγανδιστικής εφημερίδας «Κουαδρίβιο» κατά την Κατοχή, ο Απόστολος Παγκούτσος είχε θεωρηθεί ως πολιτικός αρχηγός του ΕΑΣΑΔ, ενώ είχε εκλεγεί βουλευτής προπολεμικά με το Αγροτικό Κόμμα και μεταπολεμικά με την Ένωση Κέντρου για να καταλήξει υπουργός στην κυβέρνηση Στεφανόπουλου, ο δε Νικόλαος Ματούσης, περί του οποίου θα γίνει εκτενής λόγος σε άλλο τόμο, είναι ο γνωστός «πρωθυπουργός» του πριγκιπάτου της Πίνδου. Προκειμένου περί του Ιω. Σοφιανόπουλου, έχουν επανειλημμένα επισημανθεί οι προσπάθειές του να γίνει κατοχικός υπουργός ή ακόμη και πρωθυπουργός.
Το καλοκαίρι του 1935 ο στρατηγός Γεώργιος Κονδύλης, δεδηλωμένος γαλλόφιλος, επιχειρεί μια ιταλόφιλη στροφή και, συνοδευόμενος από τον στενό φίλο και συνεργάτη του Σταμάτη Μερκούρη, επισκέπτεται την Ιταλία. Εκεί είχε πολλές επαφές με ιθύνοντες του ιταλικού φασισμού, ακόμη και προσωπική συνάντηση με τον Μπενίτο Μουσολίνι. Ωστόσο οι περαιτέρω κινήσεις του, μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, δεν θα εκταθούν περισσότερο από τη δυναμική πρωτοβουλία του να παλινορθώσει τη Βασιλευομένη Δημοκρατία και όχι να ιδρύσει μια φασιστική δικτατορία.
Την ίδια εκείνη ρευστή εποχή είναι πολλοί οι θιασώτες της επιβολής μιας δικτατορίας φασιστικού τύπου. Άλλωστε είναι γνωστό ότι το φαινόμενο έχει διεθνή διάσταση και σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες οι φασιστικές ιδέες είναι ελκυστικές για σημαντικό τμήμα των λαϊκών μαζών. Στην Ελλάδα πολιτικοί των δύο μεγαλυτέρων κομμάτων επανειλημμένα εκφράζουν τον θαυμασμό τους προς την Ιταλία του Μουσολίνι. Κάτι αντίστοιχο, αλλά σε οφθαλμοφανώς μικρότερη κλίμακα, ισχύει και έναντι της Γερμανίας του Χίτλερ. Ο δήμαρχος Αθηναίων Κώστας Κοτζιάς δεν κρύβει τις συμπάθειές του προς τις δύο αυτές χώρες, αρχικά ιδιαιτέρως προς την Ιταλία. Μια θεαματική επίσκεψη και ομιλία του στο Ιταλικό Ινστιτούτο της οδού Πατησίων καταλήγει στη δημιουργία επεισοδίων εκ μέρους αντιφρονούντων . Οι ιδιαίτερες συμπάθειες που είχε δημιουργήσει ο Κ. Κοτζιάς, πληθωρικός και φιλόδοξος, κατά τις επισκέψεις του στην Ιταλία και τη Γερμανία, θα δώσουν λαβή μεταγενέστερα για να θεωρείται ως «άνθρωπός» τους στην Ελλάδα, ακόμη και τις τελευταίες ημέρες πριν από την ιταλική επίθεση.
Από την άλλη μεριά, αγγλόφιλοι στην Ελλάδα δεν υπήρχαν με τη μαζικότητα που είχαν γίνει γνωστοί άλλοτε, π.χ. στα χρόνια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Ανήκαν κυρίως στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και οι εκδηλώσεις τους ήταν περιορισμένες . Αυτό βεβαίως δεν απέτρεπε την ύπαρξη αγγλικής επιρροής στα πολιτικά πράγματα, που έγινε πιο εμφανής από τις παραμονές της παλινόρθωσης και ιδιαίτερα μετά την επιβολή του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου. Η δραστηριότητα του Αγγλοελληνικού Συνδέσμου ήταν πάντοτε διακριτική, όπως αντίστοιχα και του Ελληνογερμανικού, και δεν υπήρχε ανταγωνισμός ανάμεσα στις δύο πλευρές πριν πυκνώσουν τα νέφη του επερχόμενου πολέμου. Εν τούτοις γύρω από τις δύο αυτές δεξαμενές προέκυψαν στελέχη που έδρασαν παρασκηνιακά στις αντίστοιχες ξένες μυστικές υπηρεσίες ή σε υπηρεσίες προπαγάνδας, καθώς και άλλα που στρατεύθηκαν στην περίοδο της Κατοχής ως όργανα των μεν και των δε.

1 σχόλιο: