Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2009

Για τις αγγλόφιλες και γερμανόφιλες τάσεις που υπήρχαν πριν την Κατοχή στην Ελλάδα, ο Δημοσθένης Κούκουνας γράφει στην "Ιστορία της Κατοχής" (α΄ τόμος):

Όταν κηρύχθηκε η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, άρχιζαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες στο Βερολίνο. Είχε προηγηθεί εκείνη η απίστευτη οργανωτική προετοιμασία, κυρίως - σε ό,τι αφορά την Ελλάδα - με την τελετή αφής της ολυμπιακής φλόγας και την πληθωρική δραστηριότητα της Λένι Ρίφενσταλ. Το γεγονός ήταν μια αφορμή για να ενισχυθούν οι ελληνογερμανικές σχέσεις, αφενός με ένα αμφίδρομο τουριστικό κύμα, αφετέρου δε με τις θερμές περιποιήσεις που επιδαψιλεύθηκαν στον Διάδοχο Παύλο, στους Έλληνες επισήμους (μεταξύ των οποίων και ο τότε δήμαρχος Αθηναίων Κώστας Κοτζιάς, που πολύ σύντομα θα γίνει μέλος της κυβέρνησης Μεταξά ως υπουργός διοικητής Πρωτευούσης) και ιδίως στον θρυλικό πρώτο Ολυμπιονίκη Σπύρο Λούη.
Οι γερμανικές εφημερίδες υποδέχθηκαν θετικά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας, ενώ ο πρώτος επίσημος ξένος που υποδέχθηκε ο Έλληνας δικτάτορας, πλην του Βασιλέως Εδουάρδου της Αγγλίας, που τον είχε δει για δύο ώρες στη βρετανική πρεσβεία, ήταν ο περίφημος υπουργός Προπαγάνδας του Τρίτου Ράιχ Ιωσήφ Γκαίμπελς.
Ένας αυτόπτης ή εν πάση περιπτώσει καλά πληροφορημένος Αμερικανός δίνει στο ημερολόγιό του μια ενδιαφέρουσα περιγραφή από την επίσκεψη του Γκαίμπελς στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο 1936:
«Ο μικρός στρεβλόπους Γερμανός υπουργός Προπαγάνδας Γιόζεφ Γκαίμπελς μπήκε σήμερα όλο υποκλίσεις, ακάλυπτος και χαμογελαστός στο κλασικής ομορφιάς μαρμάρινο στάδιο της Αθήνας, με την ψηλή και παχουλή σύζυγο στο πλευρό του, δήθεν για να παρακολουθήσει τους Βαλκανικούς Ολυμπιακούς Αγώνες. Όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι πήδηξαν όρθιοι χαιρετίζοντας με υψωμένα χέρια, όπως πρόσφατα διετάχθησαν να κάνουν. Ο Μεταξάς ισχυρίζεται ότι είναι ολυμπιακός και όχι φασιστικός χαιρετισμός. Το πλήθος καθόταν ήσυχο, με μερικά ισχνά χειροκροτήματα εδώ κι εκεί από φοιτητές που ευεργετήθηκαν με γερμανικές υποτροφίες, καθηγητές που εκπαιδεύτηκαν στην Γερμανία κτλ.
Ο Κοπανάρης, ο υφυπουργός Υγείας που καθόταν δίπλα, μου ψιθύρισε σαρκαστικές παρατηρήσεις στο αυτί για τις προσπάθειες του Γκαίμπελς να γίνει αρεστός στις καρδιές των Ελλήνων, ξοδεύοντας χουβαρντάδικα δεξιά και αριστερά σε εστιατόρια, σε ψαράδες που τραβούσαν τα δίχτυα τους όπως πηγαίνανε με το αυτοκίνητό του στην παραλία, σε φτωχούς των προσφυγικών καταυλισμών που συνάντησε στον δρόμο του, και ούτω καθ’ εξής. Ο Κοπανάρης δεν είναι αντιφασίστας μόνο και μόνο επειδή πήρε μια υποτροφία του Ιδρύματος Ροκφέλλερ στην Αμερική. Παραμένει στην θέση του μετά από πιέσεις των δημοκρατικών φίλων του και μόνο επειδή είναι ήδη τόσα χρόνια εκεί ώστε το υπουργείο δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει χωρίς αυτόν. Κοντά του καθόταν ο Ζουμπινάκης, πρώην διευθυντής της Μαρασλείου Ακαδημίας, της οποίας η σύγχρονη και ελπιδοφόρα πτέρυγα πειραματικής παιδείας τού μύρισε τόσο άσχημα του Μεταξά, που τον έδιωξε από το σχολείο και τον ανάγκασε να παραιτηθεί.
Με ισχυρή αστυνόμευση, ο Γκαίμπελς περιηγήθηκε όλη την μέρα στα ιστορικά σημεία της πόλης, βγάζοντας λόγους για όσους επιθυμούσαν να ακούσουν σχετικά με την αγάπη που έτρεφε ο Φύρερ για το κλασικό κάλλος και την ελληνική ιστορία. Οι φίλοι μου του Υπουργείου Εξωτερικών μου είπαν ότι έγινε προσπάθεια να πεισθεί ο βασιλέας να επιστρέψει στην Αθήνα από τις όψιμες θερινές διακοπές του στην Κέρκυρα, έτσι ώστε να γίνει δεκτός στα ανάκτορα ο Γκαίμπελς• αλλά ο βασιλέας φάνηκε απρόθυμος. Έτσι, επί των τιμών βρέθηκε ο Μεταξάς.
[...] Ο Γκαίμπελς ξετρελάθηκε από την χαρά του όταν ανακάλυψε ότι η σβάστικα είχε δουλευτεί σαν μοτίβο στο σιδερένιο κιγκλίδωμα που περιφράσσει το μέγαρο που φιλοξενεί τώρα το Συμβούλιο Επικρατείας. Το κιγκλίδωμα είχε τοποθετηθεί όταν το μέγαρο κτιζόταν για κατοικία του Ερρίκου Σλήμαν, αυτού του γεννημένου στην Γερμανία Αμερικανού υπηκόου που ανέσκαψε τις Μυκήνες και την Τροία. Λέει τώρα ο Γκαίμπελς ότι αυτή είναι μια ακόμη απόδειξη ότι οι Έλληνες, από τους οποίους ο Σλήμαν ξεσήκωσε το σύμβολο, είναι πράγματι Τεύτονες, όπως διατείνεται και ο Χίτλερ, και ότι ήρθαν από τον βορρά για να δημιουργήσουν αυτή την δόξα της Ελλάδος. Αυτό τους κάνει όλους, Έλληνες και Γερμανούς, αδέλφια. Και με αυτή την υπέροχα λανθασμένη κίνηση ξέφτισε και την λίγο καλή εντύπωση που είχαν δημιουργήσει στους Νεοέλληνες οι φιλοφρονήσεις του για τον Φύρερ».
Η επίσκεψη του Γκαίμπελς αποτελούσε ένα διακριτικό γερμανικό άνοιγμα προς την Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι ο Χίτλερ και το περιβάλλον του δεν έδειχναν να διατηρούν πολιτικές βλέψεις. Ένα προγενέστερο ταξίδι άλλου Γερμανού υπουργού, του Χέρμαν Γκαίριγκ, το 1934, είχε προκαλέσει και πάλι ευμενές κλίμα για τις ελληνογερμανικές σχέσεις. Το ίδιο σημειώθηκε και το 1937, με την επίσκεψη του Γερμανού υπουργού Παιδείας Ρουστ, όπως και το 1938 με την άφιξη του Ρόμπερτ Λέυ, επικεφαλής του Γερμανικού Μετώπου Εργασίας και της οργάνωσης «Χαρά και Εργασία», ο οποίος ήλθε για την έκθεση της τελευταίας στο Ζάππειο. Ανάλογη ήταν και η αντιμετώπιση Ελλήνων επισήμων που επισκέφθηκαν τη Γερμανία την ίδια εποχή. Με τα ταξίδια του Διαδόχου Παύλου (ο οποίος τον Ιανουάριο 1938 τέλεσε τον γάμο του με Γερμανίδα πριγκίπισσα), υπουργών όπως ο Κ. Κοτζιάς, ο Θ. Νικολούδης κ.ά. το κλίμα που επικρατούσε στις ελληνογερμανικές σχέσεις ενισχυόταν επίσης.
Ίσως πιο χαρακτηριστική ήταν η επίσκεψη του άλλοτε υπουργού Παιδείας καθηγητή Νικ. Λούβαρι τον Ιούνιο 1937, στο πλαίσιο ενός φολκλορικού ευρωπαϊκού φεστιβάλ που έγινε στο Βερολίνο. Στην ελληνική αντιπροσωπεία δόθηκε η πιο τιμητική θέση, ενώ ο επικεφαλής της Ν. Λούβαρις προσφώνησε τον Χίτλερ εκ μέρους όλων των εθνικών αντιπροσωπειών και είχε συζήτηση μαζί του. Ίσως το πιο αξιοσημείωτο να ήταν το ασυνήθιστο ενδιαφέρον που εξέφρασε ο Χίτλερ όταν την ίδια ημέρα συνάντησε, εκτός της Κούλας Πράτσικα και των μελών της ομάδας της, τη Ραλλού Μάνου (ετεροθαλή αδελφή της Ασπασίας Μάνου, χήρας του Βασιλέως Αλεξάνδρου, που ήταν μόνιμα εγκατεστημένη στη Φλωρεντία). Γοητευμένος μιλούσε για πολλή ώρα μαζί της, «κρατώντας πάντα το χέρι της μέσα στα δικά του», κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση δημοσιογράφου που ήταν αυτόπτης .
Το φιλικό πνεύμα που έδειχνε η Γερμανία απέναντι στην Ελλάδα, έρχεται σε αντίθεση προς την επίσημη Ιταλία, η οποία παρέμεινε πάντα επιφυλακτική σε τέτοιου είδους εκδηλώσεις και γενικά ήταν ψυχρή προς τον Μεταξά και το καθεστώς του.
Δεν δόθηκε από τους Ιταλούς καμιά ιδιαίτερη σημασία στην εγκαθίδρυση αυταρχικού καθεστώτος στην Ελλάδα. Ένας ιστορικός ερευνητής , που ασχολήθηκε ειδικά με αυτό το πλέγμα των σχέσεων Ελλάδος-Ιταλίας στη συγκεκριμένη περίοδο, αναφέρει χαρακτηριστικά:
«...Το ενδιαφέρον της Ρώμης για τις ελληνικές εξελίξεις είχε προφανώς σχέση και με τους στόχους της εξωτερικής πολιτικής. Ο Μουσολίνι επιδίωκε να υποδαυλίσει την υποβόσκουσα κρίση ενός οικοδομήματος όπως η βαλκανική Αντάντ, η οποία βασιζόταν στην τάξη πραγμάτων που προέκυψε μετά τη συνθήκη ειρήνης των Βερσαλλιών. Ταυτόχρονα επιζητούσε να χαλαρώσουν οι ιστορικοί δεσμοί εξάρτησης της Ελλάδας από τη Μεγάλη Βρετανία, τον πραγματικό εχθρό του φασισμού. Όλα αυτά εξηγούν τους λόγους για τους οποίους η βασιλική ιταλική πρεσβεία στην Αθήνα παρακολουθούσε τις εξελίξεις στην Ελλάδα μέσω του πληρεξουσίου υπουργού R. Boscarelli, που ήταν επικεφαλής της. Ο Μποσκαρέλι ήταν ιδιαίτερα επιδέξιος παρατηρητής της εσωτερικής πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα και των διεθνών επιπτώσεων που είχαν οι εξελίξεις στην Αθήνα. Σε συνάρτηση με τα παραπάνω θα πρέπει να αναφερθεί και άλλος ένας παράγοντας: το ιδεολογικό στοιχείο που κρυβόταν πίσω από την εκτεταμένη επιχείρηση στήριξης εκ μέρους της φασιστικής ιταλικής κυβέρνησης των ακροδεξιών δικτατοριών, οι οποίες είχαν εγκαθιδρυθεί στην Ευρώπη κατά την περίοδο εκείνη».
Οι Ιταλοί επίσημοι και ο Τύπος είχαν δει επιφυλακτικά την επιβολή της δικτατορίας Μεταξά, αλλά τον Νοέμβριο του 1936 όταν μεταφέρθηκαν από τη Φλωρεντία οι άταφες σοροί των Βασιλέων Κωνσταντίνου, Όλγας και Σοφίας για να ενταφιασθούν στο Τατόι, η ιταλική κυβέρνηση απέδωσε εξαιρετικές τιμές, πράγμα που θα μπορούσε να είχε αποφύγει. Η ιταλική επιφυλακτικότητα είχε μάλλον την έννοια της αναμονής των περαιτέρω ενεργειών του νέου καθεστώτος: Ενδιαφερόταν όντως ο Ιω. Μεταξάς να δημιουργήσει ένα ομόλογο φασιστικό κράτος;
Μόλις δέκα ημέρες μετά την κήρυξη της δικτατορίας, ο Ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα Μποσκαρέλι ζητεί από τη Ρώμη την αποστολή «ιδεολογικού» υλικού προς ...αντιγραφήν. Το ενδιαφέρον του Μεταξά να ενημερωθεί με επίσημο τρόπο για τη λειτουργία ορισμένων τομέων δεν θα πρέπει να παρεξηγηθεί επειδή απευθύνεται στη φασιστική Ιταλία. Λίγο καιρό νωρίτερα, είχε με παρόμοιο τρόπο απευθυνθεί στην αμερικανική πρεσβεία για να ενημερωθεί για το «New Deal» του Προέδρου Ρούσβελτ , που προφανώς είχε εντυπωσιάσει τον Έλληνα πρωθυπουργό. Αναφέρει συγκεκριμένα ο Ιταλός πρεσβευτής : «Η κυβέρνηση Μεταξά επιθυμεί να εμπνευσθεί, όσο και εφόσον μπορεί, από τις θεμελιώδεις αρχές του φασιστικού δόγματος, στο πλαίσιο της εφαρμογής του προγράμματός της για την αναδιοργάνωση και την αναζωογόνηση του ελληνικού κράτους. Μέλη της κυβέρνησης, ανώτατα κρατικά στελέχη και προσωπικότητες κύρους, σε απ’ ευθείας σύνδεση με την κυβέρνησή μας, ζητούν καθημερινά πληροφορίες, ιταλικές δημοσιεύσεις και κείμενα νόμων. Τα θέματα εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των ακολούθων υπηρεσιών: υπουργείο Πληροφοριών και Προπαγάνδας, εθνική οργάνωση Μπαλίλα, εθνική οργάνωση Ελευθέρου Χρόνου (Dopolavoro), Κοινωνικές Ασφαλίσεις, Κρατικός Προϋπολογισμός, Δημόσια Αρωγή, Δημόσια Οικονομικά, Νόμοι για τις επιχειρήσεις».
Δεν είναι φυσικά κοινό μυστικό ότι το καθεστώς Μεταξά ακολούθησε πολλά εξωτερικά χαρακτηριστικά της φασιστικής κρατικής οργάνωσης, ούτε εκ προοιμίου θα έπρεπε αυτό να επικριθεί. Σε ορισμένους τομείς, όπως π.χ. η κοινωνική πρόνοια και οι δημόσιες ασφαλίσεις, το φασιστικό κράτος είχε θεαματικά θετικά αποτελέσματα, προκαλώντας διεθνώς τον θαυμασμό (και στην Ελλάδα προσωπικότητες του βεληνεκούς Ελ. Βενιζέλου, Αλ. Παπαναστασίου, Π. Κανελλόπουλου, Ν. Καζαντζάκη κ.ά. είχαν εκφρασθεί ανάλογα) .
Το ζήτημα είναι ότι ο Ιω. Μεταξάς ήταν απ’ αρχής αποφασισμένος να ακολουθήσει ένα φασιστικό πρότυπο, προσαρμοσμένο στην ελληνική πραγματικότητα. Δεν είχε σκεφθεί να δημιουργήσει μια προσωπικού τύπου δικτατορία, όπως π.χ. του Θεοδ. Πάγκαλου δέκα χρόνια νωρίτερα, αλλά ένα ευρυτέρων διαστάσεων καθεστώς που θα είχε διάρκεια και θα επιζητούσε την αναγέννηση της κοινωνίας μέσα από τα παραδοσιακά ιδανικά της θρησκείας, της πατρίδας και της οικογένειας. Δεν φαίνεται να είχε προνοήσει πώς θα έπλαθε το καθεστώς του πριν το εγκαθιδρύσει, γι’ αυτό και οι περισσότερες αποφάσεις του λαμβάνονται συνήθως σταδιακά και συγκυριακά και έπειτα από εισηγήσεις άλλων.
Η επανειλημμένα επισημασμένη αντινομία της 4ης Αυγούστου στη μεν εσωτερική πολιτική να είναι ολοκληρωτικό κράτος, στη δε εξωτερική να είναι σταθερά προσηλωμένη η Ελλάδα στις λεγόμενες Δυτικές Δημοκρατίες, άφησε ανοικτό το πεδίο για τη δραστηριότητα ιταλόφιλων και γερμανόφιλων προσώπων εντός του καθεστώτος. Ήδη ο αρχικά έμπιστός του υπουργός Εσωτερικών Θεόδωρος Σκυλακάκης , που σε αντικατάσταση του Γ. Λογοθέτη είχε αναλάβει το υπουργείο Εσωτερικών μετά την καταστολή των γεγονότων της Θεσσαλονίκης τον Μάιο 1936, είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση. Το 1934 είχε σχηματίσει την «Οργάνωση Εθνικού Κυριάρχου Κράτους» (ΟΕΚΚ), μια κίνηση απερίφραστα γερμανόφιλη, που εκείνη την εποχή διεκδίκησε ανεπιτυχώς να μονοπωλήσει την εθνικοσοσιαλιστική τάση στην Ελλάδα, αν και υπήρχαν εν λειτουργία και με αναλογικά μαζικότερη απήχηση η «Τρίαινα» υπό τον Ιάκωβο Διαμαντόπουλο, το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος του Γεωργ. Μερκούρη και ορισμένες άλλες μικρότερες οργανώσεις.
Ο χώρος αυτός των γερμανοφίλων στην Ελλάδα προ της 4ης Αυγούστου 1936 ήταν πολυδιασπασμένος. Το ίδιο ίσχυε και για τις κινήσεις των ιταλοφίλων, που ήταν ακόμη λιγότερες αριθμητικά. Τελικά πολλοί εξ αυτών των γερμανοφίλων και ιταλοφίλων βρήκαν καταφύγιο για δράση μέσα στο νέο καθεστώς, ενώ οι περισσότεροι προσαρμόσθηκαν ιδεολογικά στα πλαίσια του ελληνοποιημένου φασισμού που αντιπροσώπευε η 4η Αυγούστου και στην οποία επικρατούσαν τα συνθήματα της «εθνικής αναγέννησης», του «τρίτου ελληνικού πολιτισμού», του «εθνικού κράτους», του αντικοινοβουλευτισμού, του αντικομμουνισμού κ.ά. Όλες εκείνες οι προδικτατορικές ποικιλώνυμες οργανώσεις, μικρές ή μεγάλες, σημαντικές ή ασήμαντες, αντικειμενικά όμως περιθωριοποιημένες και παροπλισμένες, απαγορεύθηκαν και διαλύθηκαν στις 4 Αυγούστου 1936, όπως και όλα τα άλλα πολιτικά κόμματα και οι πολιτικές κινήσεις σε όλη την Ελλάδα.
Χωρίς αμφιβολία μέσα από τις φιλοφασιστικές κινήσεις της προδικτατορικής περιόδου θα προέλθουν άτομα και ομάδες που θα επαναδραστηριοποιηθούν κατά την Κατοχή προβάλλοντας το ιδεολογικό πλαίσιο της συνεργασίας με τον κατακτητή, χρησιμοποιώντας ως εφαλτήριο αφορισμούς κατά του κοινοβουλευτισμού, του μπολσεβικισμού, αλλά και την προοπτική μιας ηνωμένης Ευρώπης. Αξιοσημείωτο είναι ότι ταυτόχρονα άλλοι ομοϊδεάτες τους θα στελεχώσουν αργότερα αντιστασιακές κινήσεις, ενώ σε περιόδους εξάρσεων δεν θα διστάσουν να μεταστραφούν υπέρ των Άγγλων.
Ως τέτοιες δεξαμενές μπορούν να αναφερθούν, πλην των προαναφερθεισών γερμανόφιλων ΟΕΚΚ, «Τρίαινας» και του κόμματος του Μερκούρη, οι μάλλον ιταλόφιλες Ένωση Ελλήνων Φασιστών με αρχηγό τον Θ. Υψηλάντη, Οργάνωση Ελλήνων Εθνικιστών υπό τον Αλέξ. Γιάνναρο (διάδοχος της προηγούμενης) και η ιδιότυπη οργάνωση Εθνική Ένωσις Ελλάς (ή Ελλάδος), γνωστότερη με τα αρχικά της (ΕΕΕ), που διέθετε ειδικό βάρος στη Βόρειο Ελλάδα και είχε εκδηλωθεί ως αντιεβραϊκή. Θα εστιάσουμε την προσοχή μας σ’ αυτή την τελευταία, διότι είναι η μοναδική πολιτική οργάνωση που ανασυστήθηκε και συνέχισε τη δράση της επί Κατοχής, πιστεύοντας ακράδαντα και μέχρι τέλους στη γερμανική νίκη, με αποκορύφωμα την αναχώρηση της ηγεσίας της τον Οκτώβριο του 1944 στη Βιέννη, προκειμένου να επιστρέψει όταν το Τρίτο Ράιχ με το αναμενόμενο «νέο όπλο» θα κέρδιζε τον πόλεμο!
Τα ΕΕΕ ιδρύθηκαν το 1927 στη Μακεδονία. Μόλις τα προηγούμενα χρόνια είχε ολοκληρωθεί η ανταλλαγή πληθυσμών με την απομάκρυνση Μουσουλμάνων και Σλαβομακεδόνων. Η εγκατάσταση νέων κατοίκων, που προέρχονταν από τον Πόντο και τη Μικρά Ασία, προκαλούσε νέες ισορροπίες για τους γηγενείς Έλληνες κατοίκους της Μακεδονίας, οι οποίοι ιδρύοντας αυτή την οργάνωση, όπως προκύπτει και από τον τίτλο της, θέλησαν να εδραιώσουν την εθνική συνείδηση, κυρίως απέναντι σε ξενοκεντρικές προπαγάνδες που συνέχιζαν να λειτουργούν. Πλην των όσων Σλαβομακεδόνων είχαν απομείνει αποκρύβοντας τα βουλγαρόφρονα αισθήματά τους και των ελάχιστων Κουτσοβλάχων που ήταν επηρεασμένοι από τη ρουμανική προπαγάνδα, υπήρχε και ένας άλλος μειονοτικός πληθυσμός που επίσης διατηρούσε διαθέσεις αυτονομιστικές: ένα μέρος των Εβραίων της Μακεδονίας και ιδιαίτερα της Θεσσαλονίκης συνέχιζε να θεωρεί εφικτή τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου διεθνιστικού κρατιδίου με έδρα τη μακεδονική μεγαλούπολη. Ωστόσο ένα άλλο μέρος των Εβραίων κατοίκων (κυρίως από τους Ρωμανιώτες) ασπαζόταν τη θεωρία του αφομοιωτισμού και δήλωνε εθνική συνείδηση, αντιδρώντας στους δυναμικούς Σιωνιστές.
Ο κίνδυνος ενός χωριστικού κινήματος στην ελληνική Μακεδονία εξακολουθούσε να είναι ορατός, έστω και νεφελώδης. Οπωσδήποτε πιο επίφοβος ήταν ο κίνδυνος από τον αναπτυσσόμενο εγχώριο κομμουνισμό, ο οποίος μόλις τα χρόνια εκείνα είχε διατυπώσει δόγμα αυτόνομης Μακεδονίας, με αποτέλεσμα να βρεθεί το ΚΚΕ στη δίνη ενδοκομματικών αναστατώσεων. Ακριβώς σ’ αυτόν τον συνδυασμό κοινών στόχων των Σλαβομακεδόνων, των Εβραίων και του ΚΚΕ κατά τη δεδομένη συγκυρία θέλησαν να αντιπαραταχθούν τα ΕΕΕ .
Η οργάνωση αυτή στα πρώτα χρόνια της δεν είχε πολιτικό χαρακτήρα και αποσκοπούσε στην εθνική συσπείρωση των Μακεδόνων, περιλαμβανομένων και των προσφύγων που ήλθαν με την ανταλλαγή, χωρίς αρχικά να έχει άλλες ευρύτερες φιλοδοξίες. Φαίνεται όμως ότι η απήχηση που απέκτησε, προσέλκυσε την προσοχή των πολιτικών κομμάτων, ιδίως του Κόμματος Φιλελευθέρων και των κατά τόπους πολιτευτών του. Μέχρι το 1933, που η οργάνωση παραμένει συμπαγής και αδιάσπαστη, είχε χροιά βενιζελική και παράλληλα ιταλόφιλη, έννοιες καθόλου ασυμβίβαστες. Τα ΕΕΕ κατηγορήθηκαν για τον εμπρησμό του εβραϊκού συνοικισμού Κάμπελ στη Θεσσαλονίκη και άλλα παρόμοια βίαια επεισόδια που σημειώθηκαν στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας 1930. Η αφορμή είχε προέλθει από τη συμμετοχή αντιπροσωπείας της οργάνωσης της εβραϊκής νεολαίας «Μακαμπή» σε συνέδριο στη Σόφια, όπου εκεί εκφράσθηκε η ευχή για δημιουργία αυτόνομου μακεδονικού κράτους. Αν και έχουν εκφρασθεί αμφιβολίες για το τι ακριβώς συνέβη, το γεγονός ότι οι συντηρητικότεροι Εβραίοι, οι λεγόμενοι «αφομοιωτές» , διαχώρισαν τη θέση τους, επιβεβαιώνει ότι η «Μακαμπή» είχε υπερβεί τα εσκαμμένα. Το γεγονός προβλήθηκε με έντονο τρόπο από τις εφημερίδες της Θεσσαλονίκης, ιδιαίτερα από τη «Μακεδονία», της οποίας ο αρχισυντάκτης Νίκος Φαρδής θεωρήθηκε ότι με την αρθρογραφία του φανάτισε την τοπική κοινή γνώμη.
Γενικός διοικητής Μακεδονίας ήταν τότε ο στρατηγός Στυλιανός Γονατάς, φίλα προσκείμενος προς την οργάνωση, ο οποίος όμως όταν κατάλαβε πού μπορούσε να οδηγηθεί η κατάσταση έσπευσε να διαχωρίσει τη θέση του . Μετά τον εμπρησμό του Κάμπελ, που ουσιαστικά είναι η μοναδική αντιεβραϊκή δράση από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912, δημιουργήθηκε μια ατμόσφαιρα έντασης με εκατέρωθεν προκαλούμενα επεισόδια ήσσονος σημασίας, όχι όμως εντελώς αναίμακτα. Από την κατάσταση αυτή ενδιαφέρθηκε να επωφεληθεί το ΚΚΕ, που συμμετείχε πλέον ενεργά στην πολιτική ζωή. Η γραμμή του ήταν α) να στηρίξει την ευρεία μάζα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, που μέσα από την πορεία της Φεντερασιόν ανήκε στη ραχοκοκαλιά των οπαδών του, β) να παραμείνει σύμμαχος στις όποιες αυτονομιστικές προοπτικές μπορούσαν να υπάρχουν, και γ) να αντιμετωπίσει δυναμικά στο πεζοδρόμιο τον εγχώριο φασισμό.
Προς τον σκοπό αυτό έστειλε στη Θεσσαλονίκη ικανά καθοδηγητικά στελέχη του, μεταξύ των οποίων τον Τάκη Φίτσο από την Αθήνα, ο οποίος σε μια σειρά άρθρων του στον «Ριζοσπάστη» της εποχής αναλύει τα μετά τον εμπρησμό του Κάμπελ (Ιούνιος 1931) γεγονότα.
Η οργάνωση ΕΕΕ συνέχισε να κινείται δραστήρια στη Βόρειο Ελλάδα, αύξησε τα γραφεία της σε διάφορες πόλεις, ενώ απέκτησε ισχύ τόσο ανάμεσα στους φοιτητές όσο και γενικότερα στους νέους με την ίδρυση του Σώματος Ελλήνων Αλκίμων, που ήταν αντίστοιχο των προσκόπων και των νεολαίων της «Μακαμπή». Τον Μάρτιο 1933, όταν για πρώτη φορά μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή στην εξουσία ανέρχονται οι αντιβενιζελικοί και σχηματίζεται η κυβέρνηση Π. Τσαλδάρη, τα ΕΕΕ υφίστανται ενδοοργανωτικούς τριγμούς, ως απόρροια των οποίων είναι η διαμόρφωση δύο διπλών τάσεων που δεν έχουν μεταξύ τους διαχωριστική γραμμή: βενιζελική και ιταλόφιλη, αντιβενιζελική και γερμανόφιλη. Ενδιαφέρον είναι ότι η πρώτη και μόνον διατηρεί χαρακτήρα αντιεβραϊκό – και αυτό παρά το γεγονός ότι η εκπροσώπηση του αυθεντικού ιταλικού φασιστικού κόμματος (εξωτερικού) γίνεται από Εβραίους της Θεσσαλονίκης!
Η οργάνωση χρησιμοποιεί ως πρωτεύοντα συνθήματα τα «Έλληνες ενωθήτε» και, κατά το αντίστοιχο γερμανικό των εθνικοσοσιαλιστών, «Ελλάς ξύπνα». Παραστρατιωτικός σχηματισμός της είναι οι Χαλυβδόκρανοι, που θα μπορούσε να αντιστοιχισθεί με τα Τάγματα Εφόδου του Χίτλερ ή τους πρώιμους φασιστικούς σχηματισμούς του Μουσολίνι πριν από την άνοδό του στην εξουσία. Εκτός από τους οργανωμένους νεολαίους της, διαθέτει μια εκτεταμένη οργανωτική δομή στον χώρο του συνδικαλισμού. Ο γεν. γραμματέας της Δ. Χαριτόπουλος έχει την ιδιότητα του προέδρου του Εθνικού Συνδέσμου Καπνεργατών. Πλην του ΚΚΕ, είναι η μόνη πολιτική δύναμη που διαθέτει ερείσματα και ζηλευτή οργάνωση με σωματεία εργατών, αγροτών, επαγγελματιών, φοιτητών, μαθητών, ενώ εκδίδονται προσκείμενες εφημερίδες στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και άλλες βορειοελλαδικές πόλεις.
Τον Ιούνιο 1933, ακριβώς δύο χρόνια μετά τον εμπρησμό του συνοικισμού Κάμπελ, ο οποίος έδωσε πανελλήνια δημοσιότητα στα ΕΕΕ, πραγματοποιήθηκε η «πορεία προς την Αθήνα». Διαθέτοντας παραστρατιωτικά χαρακτηριστικά τετραψήφιος αριθμός Χαλυβδοκράνων κατήλθε σιδηροδρομικώς από τη Θεσσαλονίκη στην πρωτεύουσα και από τον Σταθμό Λαρίσης παρήλασε σε σχηματισμούς μέσω των αθηναϊκών λεωφόρων για να καταλήξει τελετουργικά στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου. Τους υποδέχθηκαν επίσημα, πλην του προέδρου της Γερουσίας Στυλ. Γονατά, οι υπουργοί Εσωτερικών και Δικαιοσύνης Ιω. Ράλλης και Σπ. Ταλιαδούρος, οι στρατιωτικές και αστυνομικές αρχές κ.ά.
Το γεγονός αυτό ήταν ενδεικτικό της απήχησης που είχε προκαλέσει μέχρι τότε η οργάνωση με τις εμφανίσεις της, που της έδιναν υφή αντίποδα του ΚΚΕ. Ο εντυπωσιασμός που αντιπροσώπευε για την κοινή γνώμη η «πορεία προς την Αθήνα», που κάθε άλλο παρά απειλητική για τους νόμιμους φορείς της εξουσίας ήταν, σύντομα θα οδηγήσει στην αλαζονεία της ηγεσίας των ΕΕΕ και στην άκαιρη προβολή προσωπικών φιλοδοξιών.
Όταν στους πρώτους μήνες του 1934 η διάσπαση των ΕΕΕ είναι γεγονός, η κύρια μερίδα παραμένει η φιλοβενιζελική και ιταλόφιλη, η οποία πρωτοστατεί στη μετατροπή της οργάνωσης σε «Κόμμα Εθνικόν και Σοσιαλιστικόν» . Ωστόσο τα ηγετικά στελέχη αυτής της μερίδας είναι εκείνα που θα επανασυστήσουν την οργάνωση επί Κατοχής και μάλιστα θα βρεθούν τελικά στη Βιέννη με τους λοιπούς αυτοεξόριστους Έλληνες χιτλερικούς. Παρά την επαναστατική ορολογία της, η οργάνωση δεν απείλησε την καθεστηκυία τάξη. Αντιθέτως, σε πολλές περιπτώσεις, λειτούργησε για την υποστήριξή της, μερικές φορές μάλιστα σε ευθεία αντιπαράθεση με τους κομμουνιστές, κερδίζοντας έτσι υποστηρικτές όπως π.χ. ο σοφός βυζαντινολόγος Νίκος Βέης, ο οποίος μίλησε στον «Παρνασσό» σε συγκέντρωση που είχε διοργανώσει το Παράρτημα Αθηνών των ΕΕΕ.
Στο κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935 τα ΕΕΕ δεν έπαιξαν ρόλο, αλλά λίγο αργότερα η ηγετική ομάδα που, παραγκωνίζοντας τους βενιζελικούς αξιωματικούς Α. Παπακυριαζή και Εμμ. Δημοτάκη, είχε επικρατήσει (Κ. Γούλας , Δ. Χαριτόπουλος, υιός Κοσμίδης κ.ά.) προθυμοποιήθηκε να προσφέρει την αρχηγία στον στρατηγό Θεόδωρο Μανέττα και εν συνεχεία στον συνταγματάρχη Πέτρο Γρηγοράκη, γνωστούς ως ακραιφνείς βενιζελικούς, αφού προηγουμένως είχε απορρίψει παρόμοια πρόταση ο άλλοτε βενιζελικός υπουργός Απόστολος Αλεξανδρής. Σε προγενέστερες φάσεις η οργάνωση τελούσε σε στενή επαφή με πρόσωπα που ανήκαν στην αντίθετη παράταξη, όπως π.χ. ο Αναστάσιος Νταλίπης ή ο Μίκης Μελάς (γιος του Παύλου). Η οργάνωση υποχρεωτικά πέρασε σε ανυπαρξία όταν κηρύχθηκε η δικτατορία της 4ης Αυγούστου.
Πλην των ΕΕΕ και των άλλων άλλων γερμανόφιλων ή ιταλόφιλων πολιτικών οργανώσεων, σε προσωπικό επίπεδο υπήρξαν πολιτικοί που εμφανίστηκαν ως συμπαθούντες, τελικά συμβάλλοντας με το κύρος και την προβολή που διέθεταν στη διάδοση παρομοίων ιδεών, ανεξάρτητα από τη στενή πολιτική ταυτότητά τους. Είναι όμως ενδιαφέρον να δούμε τη διάσπαση που γνώρισε το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδος τον Δεκέμβριο του 1930, κατά τη διάρκεια συνεδρίου του, ίσως όχι χωρίς κάποια ανάμιξη των ΕΕΕ . Περικλείει ορισμένα προφητικά χαρακτηριστικά, εκτός αν, ακόμη χειρότερα, η καταγγελτική γνώμη της αντιηγετικής ομάδας περί φασιστικών αντιλήψεων της νέας ηγεσίας ήταν τόσο καλά εμπεριστατωμένη. Την τετραμελή ηγεσία, που καταγγέλθηκε ως εκφράζουσα φασιστικές αντιλήψεις και που νομιμοφανώς αναδείχθηκε στο συνέδριο εκείνο αποτελούσαν οι Ιω. Σοφιανόπουλος, Σ. Ανθρακόπουλος, Ν. Ματούσης και Απ. Παγκούτσος. Και οι τέσσερις επί Κατοχής βρέθηκαν υπό ιταλική επιρροή, άλλος συνεργασθείς λιγότερο και άλλος περισσότερο .
Εξ αυτών ο Σωκράτης Ανθρακόπουλος, που είχε εκλεγεί βουλευτής στις εκλογές του 1928 και του 1932 υπήρξε αρθρογράφος της ελληνόφωνης ιταλικής προπαγανδιστικής εφημερίδας «Κουαδρίβιο» κατά την Κατοχή, ο Απόστολος Παγκούτσος είχε θεωρηθεί ως πολιτικός αρχηγός του ΕΑΣΑΔ, ενώ είχε εκλεγεί βουλευτής προπολεμικά με το Αγροτικό Κόμμα και μεταπολεμικά με την Ένωση Κέντρου για να καταλήξει υπουργός στην κυβέρνηση Στεφανόπουλου, ο δε Νικόλαος Ματούσης, περί του οποίου θα γίνει εκτενής λόγος σε άλλο τόμο, είναι ο γνωστός «πρωθυπουργός» του πριγκιπάτου της Πίνδου. Προκειμένου περί του Ιω. Σοφιανόπουλου, έχουν επανειλημμένα επισημανθεί οι προσπάθειές του να γίνει κατοχικός υπουργός ή ακόμη και πρωθυπουργός.
Το καλοκαίρι του 1935 ο στρατηγός Γεώργιος Κονδύλης, δεδηλωμένος γαλλόφιλος, επιχειρεί μια ιταλόφιλη στροφή και, συνοδευόμενος από τον στενό φίλο και συνεργάτη του Σταμάτη Μερκούρη, επισκέπτεται την Ιταλία. Εκεί είχε πολλές επαφές με ιθύνοντες του ιταλικού φασισμού, ακόμη και προσωπική συνάντηση με τον Μπενίτο Μουσολίνι. Ωστόσο οι περαιτέρω κινήσεις του, μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, δεν θα εκταθούν περισσότερο από τη δυναμική πρωτοβουλία του να παλινορθώσει τη Βασιλευομένη Δημοκρατία και όχι να ιδρύσει μια φασιστική δικτατορία.
Την ίδια εκείνη ρευστή εποχή είναι πολλοί οι θιασώτες της επιβολής μιας δικτατορίας φασιστικού τύπου. Άλλωστε είναι γνωστό ότι το φαινόμενο έχει διεθνή διάσταση και σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες οι φασιστικές ιδέες είναι ελκυστικές για σημαντικό τμήμα των λαϊκών μαζών. Στην Ελλάδα πολιτικοί των δύο μεγαλυτέρων κομμάτων επανειλημμένα εκφράζουν τον θαυμασμό τους προς την Ιταλία του Μουσολίνι. Κάτι αντίστοιχο, αλλά σε οφθαλμοφανώς μικρότερη κλίμακα, ισχύει και έναντι της Γερμανίας του Χίτλερ. Ο δήμαρχος Αθηναίων Κώστας Κοτζιάς δεν κρύβει τις συμπάθειές του προς τις δύο αυτές χώρες, αρχικά ιδιαιτέρως προς την Ιταλία. Μια θεαματική επίσκεψη και ομιλία του στο Ιταλικό Ινστιτούτο της οδού Πατησίων καταλήγει στη δημιουργία επεισοδίων εκ μέρους αντιφρονούντων . Οι ιδιαίτερες συμπάθειες που είχε δημιουργήσει ο Κ. Κοτζιάς, πληθωρικός και φιλόδοξος, κατά τις επισκέψεις του στην Ιταλία και τη Γερμανία, θα δώσουν λαβή μεταγενέστερα για να θεωρείται ως «άνθρωπός» τους στην Ελλάδα, ακόμη και τις τελευταίες ημέρες πριν από την ιταλική επίθεση.
Από την άλλη μεριά, αγγλόφιλοι στην Ελλάδα δεν υπήρχαν με τη μαζικότητα που είχαν γίνει γνωστοί άλλοτε, π.χ. στα χρόνια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Ανήκαν κυρίως στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και οι εκδηλώσεις τους ήταν περιορισμένες . Αυτό βεβαίως δεν απέτρεπε την ύπαρξη αγγλικής επιρροής στα πολιτικά πράγματα, που έγινε πιο εμφανής από τις παραμονές της παλινόρθωσης και ιδιαίτερα μετά την επιβολή του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου. Η δραστηριότητα του Αγγλοελληνικού Συνδέσμου ήταν πάντοτε διακριτική, όπως αντίστοιχα και του Ελληνογερμανικού, και δεν υπήρχε ανταγωνισμός ανάμεσα στις δύο πλευρές πριν πυκνώσουν τα νέφη του επερχόμενου πολέμου. Εν τούτοις γύρω από τις δύο αυτές δεξαμενές προέκυψαν στελέχη που έδρασαν παρασκηνιακά στις αντίστοιχες ξένες μυστικές υπηρεσίες ή σε υπηρεσίες προπαγάνδας, καθώς και άλλα που στρατεύθηκαν στην περίοδο της Κατοχής ως όργανα των μεν και των δε.

Από το κίνημα του 35 στην 4η Αυγούστου

Ο Δημοσθένης Κούκουνας γράφει στην "Ιστορία της Κατοχής" (α΄ τόμος, Εκδόσεις Μέτρον, Αθήνα 2009):


Αναμφίβολα τα ιστορικά γεγονότα έχουν μια αλληλουχία. Το ίδιο ισχύει και για τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν σ’ αυτά, ιδιαίτερα μάλιστα όταν η παρουσία τους είναι συνεχής σε πρωταγωνιστικές ή διακριτές θέσεις. Το καλοκαίρι του 1941, τους πρώτους κατοχικούς μήνες, ο στρατηγός Τσολάκογλου έστειλε στη Νίκαια της Γαλλίας με γερμανικό αεροπλάνο, και φυσικά ύστερα από ειδική άδεια των Γερμανών, τον Νικόλαο Ρούσσο. Η αποστολή του ήταν να συζητήσει με τον στρατηγό Πλαστήρα, ο οποίος βρισκόταν στη μη κατεχόμενη Γαλλία, θέματα σχετικά με τη διακυβέρνηση της Ελλάδος αφότου κατελήφθη.
Μέχρι το 1935 ο Νικόλαος Ρούσσος, ο οποίος σημειωτέον καταγόταν από γνωστή οικογένεια της Λέρου και είχε συγγενικό δεσμό εξ αγχιστείας με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, του οποίου επί αρκετά χρόνια ήταν διευθυντής του ιδιαιτέρου γραφείου του. Ένας προσωπικός φίλος του Βενιζέλου, ο Ιωάννης Ηλιάκης, διαδραματίζει ιστορικό ρόλο στις παραμονές της Απελευθέρωσης το 1944 . Συγκυριακά, τα δύο αυτά πρόσωπα, που συμπτωματικά ανήκουν στο στενό περιβάλλον του Βενιζέλου, ενεργούν στο παρασκήνιο τόσο κατά την έναρξη όσο και κατά τη λήξη της Κατοχής.
Από το κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935 μέχρι την Κατοχή είναι οπωσδήποτε μια μακριά διαδρομή, αλλά υπάρχουν πολλά πρόσωπα που συνδέουν τις δύο αυτές περιόδους. Το κίνημα εκείνο προήλθε ως αντίδραση των ζωηρότερων βενιζελικών αξιωματικών απέναντι στην άνοδο του Λαϊκού Κόμματος στην εξουσία και κυρίως προ του κινδύνου να απομακρυνθούν από το στράτευμα . Είχε προηγηθεί το «ανόητο» κίνημα του Πλαστήρα το βράδυ των εκλογών της 1ης Μαρτίου 1933, στο οποίο αντέδρασε με σφοδρότητα ο ίδιος ο Ελ. Βενιζέλος. Τώρα, στη φάση της προπαρασκευής του νέου κινήματος για την ανατροπή της νόμιμης κυβέρνησης Τσαλδάρη, είχαν διαμορφωθεί δύο κύριες ομάδες. Η μία ευνοούσε να ανατεθεί η αρχηγία του κινήματος στον εξόριστο στρατηγό Πλαστήρα και η άλλη, ελεγχόμενη από τον συνταγματάρχη Στέφανο Σαράφη , στον στρατηγό Αλέξανδρο Οθωναίο. Και οι δύο δήλωναν ότι αποσκοπούσαν να παραδώσουν την εξουσία στον Βενιζέλο αμέσως μετά. Στην πραγματικότητα, όμως, επρόκειτο για δύο τάσεις που ανταγωνίζονταν στη διεκδίκηση της ηγεσίας του κινήματος και κατ’ επέκταση της εξουσίας, επειδή κατευθύνονταν από δύο ανταγωνιστικά ξενόφιλα ρεύματα, στα οποία ο ρόλος των αντιστοίχων ξένων μυστικών υπηρεσιών υπήρξε προφανής: ιταλόφιλοι και αγγλόφιλοι βενιζελικοί.
Για την ηγεσία του κινήματος ενδιαφερόταν όμως και ο «γαλλόφιλος» στρατηγός Γεώργιος Κονδύλης , παρά το γεγεονός ότι την εποχή εκείνη ήταν υπουργός Στρατιωτικών. Αν και μετά την πολιτική μεταστροφή του, ο Κονδύλης είχε χάσει τις επαφές του με τον ευρύτερο χώρο των βενιζελικών αξιωματικών, το ενδιαφέρον του εστιαζόταν προφανώς στην υφαρπαγή της ηγεσίας του κινήματος, εφόσον ο Πλαστήρας δεν θα ήταν ο αρχηγός. Είχαμε, συνεπώς, παρόντα και τα τρία κύρια ρεύματα που διαδραμάτιζαν ρόλο στη Μεσόγειο και τα Βαλκάνια. Χαρακτηριστικό είναι άλλωστε ότι μετά την εκδήλωση του κινήματος, η Αγγλία και η Γαλλία έσπευσαν να ενισχύσουν την κυβέρνηση Τσαλδάρη στην καταστολή του, ενώ η Ιταλία που καιροσκόπησε περιμένοντας την κατάληξή του και τελικά παραχώρησε πολιτικό άσυλο στον Βενιζέλο και τους αξιωματικούς που κατέφυγαν στη Δωδεκάνησο και μετά στην Ιταλία.
Αυτός ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους επίδοξους κινηματίες συνδυαζόταν ασφαλώς με τις προσωπικές φιλοδοξίες των ενδιαφερομένων, αλλά είχε για όλους έναν κοινό παρονομαστή: όλοι ανεξαιρέτως δήλωναν βενιζελικοί. Καθοριστική θα μπορούσε να είναι συνεπώς η στάση του ίδιου του Βενιζέλου, ο οποίος αρχικά δεν είχε αποδεχθεί την ιδέα για μια τέτοια ενέργεια. Οι αλληλοσυγκρουόμενες επιδιώξεις και φιλοδοξίες διαδραματίζονταν ενώ ο Βενιζέλος είχε εγκαταλείψει την Αθήνα και βρισκόταν στο πατρικό σπίτι του στη Χαλέπα. Αν και μέσω του Ρούσσου διατηρούσε συχνή επαφή με τους αξιωματικούς του κινήματος, στις παραμονές του πήρε την απόφαση να φύγει από την Κρήτη για το εξωτερικό. Ο ιδιαίτερος γραμματέας του αφηγείται σχετικά :
«Μου είχε δώσει, μάλιστα, την εντολήν να φροντίσω για την έκδοσι και την θεώρησιν των διαβατηρίων του ιδίου και της συζύγου του. Μου είχεν αναθέσει επίσης να επισκεφθώ τον πρεσβευτή της Ιταλίας και να τον παρακαλέσω εκ μέρους του να μεσολαβήση εις την ιταλικήν εταιρίαν της οποίας εν ατμόπλοιον προσήγγιζεν εις Ηράκλειον Κρήτης και εκείθεν κατηυθύνετο εις Ιταλίαν, είτε μέσω Πειραιώς είτε μέσω Καλαμών, όπως το ατμόπλοιον αυτό με το οποίον θα εταξίδευεν ο Βενιζέλος μη προσεγγίση εις ελληνικόν λιμένα, αλλά πλεύση κατ’ ευθείαν εις Ιταλίαν. Και τούτο διότι ο Βενιζέλος ήθελε ν’ αποφύγη λαϊκάς εκδηλώσεις εις Καλάμας ή Πειραιά και ιδίως συγκέντρωσιν φίλων του, που εγνώριζεν ότι θα προσπαθούσαν να τον μεταπείσουν και να ματαιώσουν την αναχώρησί του στο εξωτερικό. Και πράγματι, τα διαβατήρια ετοιμάσθηκαν και ο Ιταλός πρεσβευτής με εβεβαίωσεν ότι είχαν δοθή αι σχετικαί οδηγίαι στο ιταλικόν ατμόπλοιον. Όλα ήσαν έτοιμα, αλλ’ η αναχώρησις του Βενιζέλου ανεβλήθη την τελευταία στιγμή, διότι ανηγγέλθη ότι επρόκειτο να προσδιορισθή εκείνες τις ημέρες η δίκη των δραστών της αποπείρας της Λεωφόρου Κηφισιάς και η παρουσία του Βενιζέλου εκρίθη αναγκαία στην Ελλάδα».
Ο Βενιζέλος υπαναχώρησε, αποφάσισε να κάνει το ταξίδι στην Ιταλία, το οποίο όμως ματαιώθηκε για δεύτερη φορά, ύστερα από πιέσεις που του άσκησαν πολλοί φίλοι του, «προ πάντων όσοι είχαν άμεση ή έμμεση σχέση με το προετοιμαζόμενο κίνημα». Και ο Ρούσσος συνεχίζει: «Και αυτός ο Κονδύλης, που είχε πληφορηθή την πρόθεσι του Βενιζέλου να φύγη στο εξωτερικό, μου έστειλε φιλικό του πρόσωπο για να μου πη τα εξής: –Προς Θεού, θα ήταν μέγα σφάλμα αν έφευγεν ο Βενιζέλος, διότι η κατάστασις θα περιήρχετο εις ανεπιθύμητα χέρια και θα ήταν καταστροφή για τον τόπο».
Για να συμπληρώσει, διευκρινίζοντας την αντίληψη που είχε για την εμπλοκή του Κονδύλη:
«Ήταν φυσικό να μη επιθυμή ο Κονδύλης την αναχώρησι του Βενιζέλου από την Ελλάδα, γιατί τον εχρειάζετο ως όμηρον ούτως ειπείν. Αν το Κίνημα επετύγχανεν, ο Κονδύλης θα το εκηδεμόνευε και θα υπηγόρευεν αυτός οποιαδήποτε λύσιν ήθελε και θα είχεν - όπως επίστευε - στη διάθεσί του τον Βενιζέλον. Αν το Κίνημα απετύγχανε, τότε θα εύρισκε τρόπο να κατηγορήση τον Βενιζέλον ότι είχε πάρει ενεργόν μέρος και ως υπεύθυνον διά το Κίνημα θα τον παρέπεμπεν εις δίκην ή θα τον εξώριζεν από την Ελλάδα. Ενώ, αν ο Βενιζέλος ευρίσκετο στο εξωτερικό κατά την έκρηξι του Κινήματος θα διατηρούσεν ακέραιον το κύρος του και θ’ αποτελούσεν επικίνδυνον εμπόδιο για τα σχέδια του Κονδύλη».
Σύμφωνα λοιπόν με την εκδοχή αυτή, ο στρατηγός Κονδύλης επιζητούσε τότε, στους πρώτους μήνες του 1935, να επωφεληθεί του κινήματος που προετοιμαζόταν, οποιαδήποτε και αν θα ήταν η κατάληξή του, χρησιμοποιώντας ακόμη και τον Βενιζέλο . Και αν ακόμη ευσταθεί αυτή η άποψη, η ουσία είναι ότι ο Κονδύλης είναι εκείνος που συνέτριψε αποφασιστικά το κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935. Η δυναμική και καθοριστική επιτυχία του είναι εκείνη που άνοιξε τον δρόμο για να δρομολογηθούν όλες οι ραγδαίες εξελίξεις μέχρι τις 4 Αυγούστου 1936.
Είναι άγνωστο μέχρι ποίου βαθμού η Ιντέλιτζενς Σέρβις ή εν πάση περιπτώσει η αγγλική έμπνευση επικράτησε έναντι των ιταλοφίλων στο παρασκήνιο του κινήματος εκείνου. Ποιοι είναι εκείνοι που υπονόμευσαν αυτό το κίνημα, πριν ή κατά την εκδήλωσή του, ώστε να προκαλέσουν τα μέτρα που έλαβε η κυβερνητική παράταξη; Τα νήματα κινούσε αφανώς ο τότε μη ιταλόφιλος Σαράφης , πλην όμως ο απών στις Κάννες ιταλόφιλος στρατηγός Πλαστήρας ήταν ο αντίποδας, στο όνομα του οποίου, ως εκτελεστικού αρχηγού, γινόταν το κίνημα. Η περίεργη εμφάνιση του Ρούσσου τον Ιανουάριο 1935 στις Κάννες ως προσωπικού απεσταλμένου του Βενιζέλου και η εν συνεχεία εκ μέρους του Σαράφη καθ’ οιονδήποτε τρόπο παρεμπόδιση του Πλαστήρα να φθάσει στην Ελλάδα, φαίνεται πως έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην αποτυχία του κινήματος.
Αλλά ακόμη πιο περίεργη θα είναι μια άλλη επίσκεψη του Νικολάου Ρούσσου στον στρατηγό Πλαστήρα, στη γειτονική Νίκαια, αυτή τη φορά ως προσωπικού απεσταλμένου του Τσολάκογλου, και όχι βεβαίως του Βενιζέλου, στις αρχές Ιουλίου 1941 . Στην πρώτη περίπτωση ο ρόλος του Ρούσσου είναι αποτρεπτικός και στη δεύτερη παραινετικός. Το 1935 ο Πλαστήρας καλείται να παραμείνει μακριά, το 1941 καλείται να επιστρέψει. Και στις δύο περιπτώσεις είναι ένας θρυλοποιημένος στρατηγός που επιδιώκει να αναβιώσει τον ιστορικό του ρόλο, ο οποίος έχει παραμείνει στα 1922-23.

Μετά την επιτυχία του Κονδύλη να καταστείλει πλήρως το κίνημα του Μαρτίου 1935, η πολιτική παρουσία του στην κυβερνητική παράταξη είναι πλέον εξαιρετικά βαρύνουσα. Τώρα είναι δεύτερος τη τάξει και πανίσχυρος, ώστε θα μπορέσει να διεκδικήσει την ηγεσία των αντιβενιζελικών. Η πλήρης πολιτική μεταστροφή του μόνο τότε ολοκληρώνεται, όταν εκδηλώνεται ανοιχτά υπέρ της παλινόρθωσης της βασιλείας και έτσι υπερφαλαγγίζει πολιτικά τον παραδοσιακό ηγέτη των βασιλοφρόνων Παναγή Τσαλδάρη, ο οποίος χαρακτηρίζεται από την κοινή γνώμη ως υπεράγαν μετριοπαθής.
Προκύπτει ένα ζήτημα που θα χρειαστεί να περάσουν πολλά χρόνια για να επιλυθεί: το «αποτακτικό». Περίπου οκτακόσιοι αξιωματικοί, ως άμεσα εμπλεκόμενοι στο κίνημα, αποτάσσονται, ενώ συνολικά αποτάσσονται δύο χιλιάδες αξιωματικοί από τις Ένοπλες Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας. Ίσως να φαίνεται απλώς ως μία «ρεβάνς» εις βάρος των χρωματισμένων βενιζελικών αξιωματικών, αλλά είναι εκείνοι που, παρά την πρόσκαιρη γενναιοδωρία του Βενιζέλου και της πλουσιότατης συζύγου του, θα επωμισθούν σε πρακτικό επίπεδο το κόστος της αποτυχίας του κινήματος. Ίσως δεν είναι άσχετο το οικονομικό βάρος της γενναιοδωρίας του ζεύγους Βενιζέλου, όπως έχει λεχθεί από τον Σαράφη , από την επιμονή του Βενιζέλου να αποκατασταθούν οι απότακτοι, γεγονός που τον οδήγησε να αποδεχθεί την παλινόρθωση ή να ζητωκραυγάσει υπέρ του Βασιλέως Γεωργίου Β΄, ακόμη και την εκ μέρους των Φιλελευθέρων κοινοβουλευτική αποδοχή της κυβερνήσεως Μεταξά.
Από τους αποτάκτους του κινήματος του Μαρτίου 1935, κατά τεκμήριο αδιαπραγμάτευτους βενιζελικούς, προήλθαν αξιωματικοί που έδρασαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής τόσο στον στρατό της Μέσης Ανατολής, όσο και στα Τάγματα Ασφαλείας. Παρά τις υποσχέσεις που κατά καιρούς δόθηκαν, όχι μόνο δεν αποκαταστάθηκαν οι απότακτοι εκείνοι, αλλά πλην ορισμένων περιπτώσεων ούτε στον πόλεμο του 1940 δεν ανακλήθηκαν. Ο αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος, ο οποίος από το καλοκαίρι του 1935 μέχρι την Κατοχή είχε τον στρατό υπό τον απόλυτο έλεγχό του, φοβόταν την ανατροπή των ισορροπιών στο στράτευμα εν καιρώ πολέμου. Αντίθετη ήταν η στάση του μετά την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, σε σημείο που ενοχλήθηκε ο Μεταξάς . Πάντως, μεγάλος αριθμός αποτάκτων αξιωματικών αποκαταστάθηκε από τον στρατηγό Τσολάκογλου κατά την Κατοχή .
Τον Ιούνιο του 1935 διεξήχθησαν οι εκλογές για την ανάδειξη Εθνικής Συνελεύσεως. Είχε ήδη δρομολογηθεί η αντίστροφη μέτρηση για την παλινόρθωση και ήταν ζήτημα διαδικαστικό μόνο το πώς θα εξελισσόταν. Με συντακτική πράξη την 1η Απριλίου 1935 η Γερουσία καταργήθηκε, διαλύθηκε η Βουλή και προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 19 Μαΐου 1935, που τελικά αναβλήθηκαν για τις 9 Ιουνίου. Το Κόμμα των Φιλελευθέρων και τα άλλα βενιζελογενή κόμματα κήρυξαν αποχή, οπότε το Λαϊκό Κόμμα απέκτησε παντοδυναμία 254 εδρών, το Εθνικό Ριζοσπαστικό Κόμμα του Κονδύλη 33 έδρες, η Ένωση Βασιλοφρόνων υπό τον Μεταξά 7 έδρες και εξελέγησαν και 7 ανεξάρτητοι. Ωστόσο, η παντοδυναμία του Τσαλδάρη στην Εθνοσυνέλευση ήταν μόνο σχετική, διότι την πρωτοβουλία των κινήσεων εξακολουθούσε να διατηρεί ο στρατηγός Κονδύλης, παρά τη μικρή κοινοβουλευτική παρουσία του.
Η Εθνοσυνέλευση ενέκρινε ψήφισμα, που εισηγήθηκε στις 10 Ιουλίου 1935 ο αρχηγός των Λαϊκών και πρωθυπουργός Π. Τσαλδάρης, σύμφωνα με το οποίο μέχρι τις 14 Νοεμβρίου επρόκειτο να διενεργηθεί δημοψήφισμα για το πολιτειακό. Ταυτόχρονα διέκοπτε τις εργασίες της μέχρι τις 10 Οκτωβρίου. Στους τρεις αυτούς μήνες μεσολάβησαν πολλές παρασκηνιακές ενέργειες, αλλά το σημαντικότερο ήταν η απουσία της αντιπολίτευσης από το πολιτικό προσκήνιο. Σαν να μην ενδιαφερόταν για τις εξελίξεις που προδιαγράφονταν με τόση σαφήνεια. Ομοίως παράδοξο θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί το γεγονός ότι μια αξιοσημείωτη μερίδα του κυβερνητικού κόμματος αδιαφορούσε για την παλινόρθωση ή έπαιρνε θέση υπέρ της διατήρησης του αβασίλευτου πολιτεύματος .
H αμφισβήτηση στο πρόσωπο του πρωθυπουργού Τσαλδάρη εντείνεται από όσους επέμεναν για άμεση δράση στο πολιτειακό. Ανάμεσά τους ήταν και ένας μεγάλος αριθμός βουλευτών, οι οποίοι είχαν συνασπισθεί υπό τον Ιωάννη Θεοτόκη και απειλούσαν να αποχωρήσουν από το Λαϊκό, με τη σημαία του οποίου πολιτεύονταν από χρόνια. Στις 6 Οκτωβρίου 1935 ο Γ. Κονδύλης εκφώνησε ένα λόγο στη Θεσσαλονίκη, ζητώντας την επιτάχυνση των διαδικασιών. Επέστρεψε δύο ημέρες αργότερα στην Αθήνα και στις 9 Οκτωβρίου συναντήθηκε με «εκπροσώπους των ενόπλων δυνάμεων», με τους οποίους συζήτησε την κατάσταση. Ένας εξ αυτών, ο στρατηγός Αλέξ. Παπάγος, διοικητής τότε του Α’ Σώματος Στρατού, ζήτησε και συναντήθηκε το απόγευμα με τον πρωθυπουργό Τσαλδάρη, επιδιώκοντας να τον παρακινήσει να επισπεύσει τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, που δεν είχε ορισθεί ακόμη.
Την επομένη οι «εκπρόσωποι» (ο Παπάγος, ο υποναύαρχος Δ. Οικονόμου και ο υποστράτηγος της αεροπορίας Γ. Ρέππας) παρουσιάσθηκαν ενώπιον του πρωθυπουργού καθ’ οδόν και ζήτησαν την παραίτηση της κυβερνήσεως. Στη συνέχεια κατευθύνθηκαν στο υπουργείο Στρατιωτικών, όπου συνάντησαν τον Κονδύλη και του ζήτησαν να σχηματίσει τη νέα κυβέρνηση. Η λιτή προκήρυξή τους, που δημοσιοποιήθηκε σε όλη την Ελλάδα, είναι καθοριστική για τις εξελίξεις:
«Οι εκπροσωπούντες τας ενόπλους δυνάμεις, αισθανόμενοι πλέον καθαρώς τους κινδύνους της αναρχίας κρούοντας την θύραν του Έθνους, εθεώρησαν ιερόν καθήκον των να επέμβουν διά την λύσιν της ολεθρίας καταστάσεως.
Προς τούτο διώρισαν Επαναστατικήν Επιτροπήν εκ των στρατηγών Παπάγου, ναυάρχου Οικονόμου και στρατηγού της αεροπορίας Ρέππα, ήτις επισκεφθείσα τον πρόεδρον της Κυβερνήσεως Π. Τσαλδάρην εζήτησε την παραίτησιν της Κυβερνήσεως. Ο Πρωθυπουργός συγκαλέσας Υπουργικόν Συμβούλιον, έλαβε την απόφασιν να συμμορφωθή προς την σύστασιν και ανεκοίνωσε ημίν ότι παραιτείται. Η Επαναστατική Επιτροπή μετά τούτο θα υποδείξη την νέαν Κυβέρνησιν, η οποία θα ορκισθή ενώπιον της συνελεύσεως.
Η Επαναστατική Επιτροπή
Α. Παπάγος, Δ. Οικονόμου, Γ. Ρέππας».
Την ημέρα εκείνη (10 Οκτωβρίου 1935) ο Κονδύλης σχημάτισε κυβέρνηση, με αντιπρόεδρο τον Ιωάννη Θεοτόκη, κηρύσσοντας τον στρατιωτικό νόμο. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, συνεδρίασε η Εθνοσυνέλευση και αναγνώσθηκε το έγγραφο που της είχε σταλεί από την επαναστατική επιτροπή:
«Ο Στρατός, παρακολουθών την εξέλιξιν του πολιτειακού ζητήματος αφ’ ενός, αφ’ ετέρου όμως έχων άγρυπνον την προσοχήν του εστραμμένην προς τους εξωτερικούς κινδύνους, πυκνουμένους καθ’ εκάστην, εσχημάτισε την πεποίθησιν, ότι η διαχείρισις αυτού ως εγένετο μέχρι τούδε εγκυμονεί σοβαρωτάτους κινδύνους δι’ αυτήν ταύτην την υπόστασιν του Έθνους. Έχων συναίσθησιν της αποστολής του και των ευθυνών του έναντι του Έθνους, αντιλαμβανόμενος, ότι αντί της καταπαύσεως του φθοροποιού διχασμού, απεναντίας δημιουργείται παρόξυνσις των παθών, ανέλαβε την πρωτοβουλίαν να αιτήση παρά της Κυβερνήσεως, όπως καταλείπη την Αρχήν. Εις τας ιστορικάς ταύτας στιγμάς του Έθνους, θεωρεί καθήκον του προ πάσης περαιτέρω ενεργείας, να διαδηλώση τον σεβασμόν του στρατού προς την Εθνικήν αντιπροσωπείαν, αρμοδίαν να κρίνη περί των τυχών της Πατρίδος, θέλει δε αιτήσει παρά της συγκροτηθησομένης Κυβερνήσεως να εμφανισθή προ της Εθνικής Συνελεύσεως κατόπιν της εγκρίσεως της οποίας θέλει θεωρηθή και ως νόμιμος Κυβέρνησις. Με την παράκλησιν, όπως της παρούσης λάβη γνώσιν η Εθνική Συνέλευσις,
Διατελούμεν μετά παντός σεβασμού
Υποστράτηγος Α. Παπάγος
Υποναύαρχος Δ. Οικονόμου
Υποστράτηγος Γ. Ρέππας
Αθήναι τη 10η Οκτωβρίου 1935».
Ακολούθησε στη Βουλή η ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης και πρώτος μίλησε ο μέχρι την ημέρα εκείνη πρωθυπουργός, ο Παν. Τσαλδάρης, ο Ιω. Μεταξάς και στο τέλος ο Κονδύλης. Εγκρίθηκε το ψήφισμα, που άλλαζε τη μορφή του πολιτεύματος και καταργούσε την αβασίλευτη, ορίζοντας την 3η Νοεμβρίου ως ημέρα διεξαγωγής εγκριτικού δημοψηφίσματος. Πράγματι, στις 3 Νοεμβρίου 1935 διεξήχθη το δημοψήφισμα, με το οποίο εγκρίθηκε η παλινόρθωση της Βασιλευομένης Δημοκρατίας. Περί του τρόπου που διεξήχθη και των συνθηκών που επικράτησαν έχουν γραφεί πολλά.
Η απόφαση αναγγέλθηκε αμέσως στον εξόριστο Βασιλέα Γεώργιο Β’, ο οποίος βρισκόταν στο Λονδίνο, με ανάλογο τηλεγράφημα του Κονδύλη. Ταυτόχρονα στάλθηκε επίσημη αποστολή (που την αποτελούσαν ο Σ. Μπαλάνος, προεδρεύων της Εθνοσυνέλευσης, ο Π. Μαυρομιχάλης, υπουργός Συγκοινωνίας, και ο στρατηγός Αλ. Παπάγος, υπουργός Στρατιωτικών) για να επιδώσει την πρόσκληση προς τον βασιλέα.
Έτσι, στις 25 Νοεμβρίου, ο Γεώργιος Β΄ επέστρεφε . Ο πρωθυπουργός Κονδύλης υπέβαλε την παραίτηση της κυβέρνησής του και ύστερα από τόσες υπηρεσίες που πίστευε ότι είχε προσφέρει, ιδίως κατά τους προηγούμενους μήνες, θεωρούσε αυτονόητο ότι θα παρέμενε στη θέση του. Ο βασιλιάς όμως είχε αποφασίσει να επιδιώξει τον σχηματισμό κυβέρνησης που θα ήταν της αρεσκείας όλων των Ελλήνων, βασιλικών και μη. Για να διευκολυνθεί σ’ αυτές τις προθέσεις του και να αποδείξει στην πράξη ότι ερχόταν ως «Βασιλεύς των Ελλήνων» όλων, αποδέχθηκε την παραίτησή του και του έστειλε μια επιστολή με ευχαριστίες, που συνοδευόταν από έναν μεγαλόσταυρο του Σωτήρος. Πικραμένος αποχωρούσε ο Κονδύλης, ο οποίος είχε σχέδια κατά νου για το έργο που θα ασκούσε μετά την επιστροφή του Γεωργίου Β΄. Οι εν συνεχεία απόπειρες του τελευταίου να σχηματισθεί μια πολιτική κυβέρνηση συνεργασίας δεν καρποφόρησαν και νέος πρωθυπουργός ορίσθηκε ο καθηγητής Κωνσταντίνος Δεμερτζής, ο οποίος επιχειρούσε φιλότιμα να διατηρεί τις ισορροπίες, επικεφαλής κυβέρνησης προσωπικοτήτων. Λόγω της αποχής στις εκλογές του Ιουνίου 1935, η μία εκ των δύο μεγάλων παρατάξεων δεν είχε εκπροσώπηση και εν πάση περιπτώσει η διενέργεια εκλογών μετά την πολιτειακή αλλαγή ήταν μια άμεση προτεραιότητα.
Η κυβέρνηση Δεμερτζή, αφού παρέσχε αμνηστεία σε όσους είχαν συμμετάσχει στο κίνημα της 1ης Μαρτίου, προκήρυξε και διενήργησε εκλογές στις 26 Ιανουαρίου 1936.
Ως πολιτικός αρχηγός ο Γ. Κονδύλης πήρε μέρος στις εκλογές και το κόμμα του συνεργάσθηκε με το Εθνικό Λαϊκό Κόμμα του Ιω. Θεοτόκη, στο οποίο είχαν συγκεντρωθεί οι ακραιφνείς βασιλόφρονες που πρόσφατα είχαν εγκαταλείψει δυσαρεστημένοι τον Π. Τσαλδάρη. Το Κόμμα Φιλελευθέρων υπό τον Θ. Σοφούλη (ο Ελ. Βενιζέλος βρισκόταν στο Παρίσι), σε σύμπραξη με τα μικρότερα βενιζελογενή κόμματα, πήρε την πρώτη θέση, ενώ το Λαϊκό υπό τον Π. Τσαλδάρη και η Γενική Λαϊκή Ριζοσπαστική Ένωση υπό τον Γ. Κονδύλη κατήλθαν χωριστά. Οι δύο παραδοσιακές παρατάξεις στη Βουλή είχαν ισάριθμους βουλευτές και υπήρχε δυστοκία για τον σχηματισμό αμιγούς κυβέρνησης, με το Παλλαϊκό Μέτωπο (ΚΚΕ, Αγροτικοί Σοφιανόπουλου και Σοσιαλιστές) να αποτελεί τον διαιτητή.
Ο στρατηγός Κονδύλης ζήτησε ακρόαση από τον Γεώργιο Β’ για να του αναπτύξει τις θέσεις του πώς να εξέλθει η χώρα από το νέο αδιέξοδο. Θα τον έβλεπε το Σάββατο, 1 Φεβρουαρίου. Μία ημέρα νωρίτερα όμως βρήκε απροσδόκητα τον θάνατο. Ήταν ο πρώτος μιας σειράς θανάτων πολιτικών αρχηγών που θα σημειώνονταν εκείνη τη χρονιά...
Αμέσως μετά τις εκλογές ο Σοφούλης είχε σπεύσει να δηλώσει ότι έληξε οριστικά το πολιτειακό και άφησε ανοικτό το ζήτημα της αποκατάστασης των αξιωματικών που είχαν αποταχθεί λόγω του κινήματος, δίνοντας προτεραιότητα στην ανάγκη σχηματισμού σταθερής κυβέρνησης. Άρχισαν συζητήσεις μεταξύ των πολιτικών αρχηγών για την επίτευξη συμφωνίας, οι οποίες όμως καθυστερούσαν. Προκειμένου να απομακρυνθεί κάθε απειλή στρατιωτικού πραξικοπήματος, εισήλθε στην κυβέρνηση Δεμερτζή για να ελέγχει την κατάσταση ο Ιωάννης Μεταξάς, αρχηγός τότε κόμματος που διέθετε μόλις επταμελή εκπροσώπηση στη Βουλή.
Η υπουργοποίηση του Μεταξά, που έγινε με προσωπική επιλογή του Γεωργίου Β΄ και ουσιαστικά εν αγνοία του πρωθυπουργού Κ. Δεμερτζή, όλως παραδόξως ενθουσίασε πολλούς μεταξύ των οποίων τον Σοφούλη, αλλά και τον ίδιο τον Ελ. Βενιζέλο. Από το Παρίσι, λίγες μόνον ημέρες πριν από τον θάνατό του, ο ιδρυτής του Κόμματος των Φιλελευθέρων έστελνε σε φίλο του την περίφημη επιστολή, με την οποία επικροτούσε την ανάληψη του υπουργείου Στρατιωτικών από τον Μεταξά και αναφωνούσε το «Ζήτω ο Βασιλεύς». Έγραφε στις 9 Μαρτίου 1936 προς τον Λουκά Κανακάρη-Ρούφο μεταξύ άλλων:
«...Δεν είναι ανάγκη να σου είπω πόσον ζωηρά είναι η χαρά μου, διότι ο Βασιλεύς απεφάσισε να πατάξη επί τέλους τας διηνεκείς επεμβάσεις των στρατιωτικών παραγόντων, απομακρύνας από την κυβέρνησιν, μετά την τελευταίαν αυθάδειάν των, τους Παπάγον και Πλατήν, και αναθέσας το Υπουργείον των Στρατιωτικών εις τον Μεταξάν. Με την ενέργειάν του αυτήν ο Βασιλεύς απέκτησε πάλιν ακέραιον το κύρος του, τόσον απαραίτητον διά την αποκατάστασιν της ψυχικής ενότητος του Ελληνικού λαού και την οριστικήν επάνοδον της Χώρας εις κανονικόν πολιτικόν βίον. Πόσον είχα δίκαιον, όταν εις το γράμμα μου της 3ης Μαρτίου σου έγραφα: δεν ημπορώ να δεχθώ ότι λείπει η υλική δύναμις, διότι αύτη θα ηκολούθει πιστώς την απόδειξιν ότι υπάρχει η αναγκαία ψυχική δύναμις.
Από μέσα από την καρδιά μου αναφωνώ: Ζήτω ο Βασιλεύς!
Φιλικώτατα αισθήματα,
Ελευθέριος Βενιζέλος».
Ο Μεταξάς, ο οποίος συν τω χρόνω θα απέβαινε ισχυρότερος, μέχρι του σημείου να αναλάβει την αντιπροεδρία της κυβέρνησης, ορκίσθηκε στις 5 Μαρτίου υπουργός Στρατιωτικών, χρονικό σημείο που είναι συμβολικό για τη μετέπειτα εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων στη μεσοπολεμική Ελλάδα. Την επομένη ημέρα έγινε η εκλογή του προεδρείου της Βουλής, κατά την οποία πρόεδρος εξελέγη ο Θ. Σοφούλης με την καθοριστική υποστήριξη του ΚΚΕ.
Είχε προηγηθεί το σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα, που αποτελεί μια ιδιότυπη περίπτωση στα πολιτικά χρονικά της χώρας. Μέσα σ’ ένα λιτό κατά τα άλλα κείμενο περιλαμβανόταν η δέσμευση σειράς θεσμικών και άλλων μέτρων έναντι παροχής υποστήριξης σε μια εκλογική διαδικασία. Το σύμφωνο υπέγραφε ο ίδιος ο Σοφούλης από τη μια μεριά και από την άλλη ο Σκλάβαινας , ο οποίος στα επόμενα χρόνια θα διαδραματίσει ρόλο προδοτικό για το κόμμα του. Η θέση του Σοφούλη έναντι του ΚΚΕ και της Αριστεράς ήταν πολύ προωθημένη για τα δεδομένα της εποχής, πολύ περισσότερο που ηγείτο του κόμματος εκείνου που είχε χαρακτηρίσει ιδιώνυμο αδίκημα τις κομμουνιστικές πεποιθήσεις.
Ο Σοφούλης ρίσκαρε μεγάλο τμήμα της δημοτικότητας του ιδίου και του κόμματός του για να επιτύχει την προσωπική εκλογή του στη θέση του προέδρου της Βουλής, μια θέση που αυτομάτως θα έπρεπε να εγκαταλείψει αν κατόρθωνε ως αρχηγός του πρώτου πλειοψηφήσαντος κόμματος να σχηματίσει κυβέρνηση, οπότε και δεν θα ήταν δεσμευμένο το ΚΚΕ να ξαναψηφίσει τον νέο υποψήφιο πρόεδρο της Βουλής που θα υποστήριζαν οι Φιλελεύθεροι. Από την άλλη μεριά, ο Σοφούλης πρόσφερε κάθε έμμεση βοήθεια για να προωθηθεί ο Μεταξάς, ακόμη και στη θέση του πρωθυπουργού.
Αλλά ξαφνικά πεθαίνει ο πρωθυπουργός Δεμερτζής και αντικαθίσταται από τον Ι. Μεταξά, η νέα κυβέρνηση του οποίου παρουσιάζεται στη Βουλή και παίρνει ψήφο εμπιστοσύνης. Ωστόσο, η εντολή του είχε πάντα προσωρινό χαρακτήρα, καθώς ο Βασιλεύς Γεώργιος Β΄ συνέχιζε τις προσπάθειες για τον σχηματισμό πολιτικής κυβέρνησης.
Το ΚΚΕ βρισκόταν, υπό την αρχηγία του φυγόδικου Νίκου Ζαχαριάδη, σε μια νέα πρωτόγνωρη φάση, καθώς με την υπογραφή του συμφώνου είχε αναγνωρισθεί ως ισότιμος εταίρος στο πολιτικό σύστημα. Ενόσω θα διαρκούσε αυτή η Βουλή, πέραν των συμπεφωνημένων με το σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα, θα ήταν δυνητικά σε ρυθμιστικό ρόλο ανά πάσα στιγμή. Δεν έδειχνε όμως διατεθειμένο να αξιοποιήσει τα πλεονεκτήματα που είχε ωφεληθεί, αλλά προτίμησε να λειτουργεί με το περίφημο σύνδρομο των «χειμερινών ανακτόρων». Αποζητούσε ευκαιρίες για να υποδαυλίζει κάθε είδους αναταραχή, με αποκορύφωμα τα γεγονότα του Μάη 1936, που διαδραματίσθηκαν στη Θεσσαλονίκη κυρίως.
Το ενδιαφέρον στα γεγονότα εκείνα είναι ότι φαίνεται κάποιου είδους σύμπραξη με τα ΕΕΕ της συμπρωτεύουσας, όπως επισημαίνει σύγχρονο στέλεχος του ΚΚΕ . Από την άλλη μεριά, ο Ιωάννης Μεταξάς δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει κάθε μέσον για να θέσει υπό έλεγχο την κατάσταση στη Βόρειο Ελλάδα, αλλά είχε πλέον στα χέρια του ένα καλό επιχείρημα έναντι της κοινής γνώμης για να την προετοιμάσει να αποδεχθεί τη δικτατορία που ερχόταν .
Ο Σοφούλης ως αρχηγός του Κόμματος Φιλελευθέρων ήταν στο επίκεντρο όλων των ζυμώσεων στα πολιτικά παρασκήνια, προκειμένου να επιτευχθεί συνεργασία με άλλα κόμματα για να σχηματισθεί κυβέρνηση. Παρά τον θόρυβο που είχε προκληθεί με το σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα, για το οποίο ο Ιω. Ράλλης χρησιμοποίησε βαρύτατες φράσεις ενώπιον της Βουλής, ο Τζων Θεοτόκης κατέληγε λίγο αργότερα σε συμφωνία με τον Σοφούλη για τον σχηματισμό πολιτικής κυβέρνησης που θα εξασφάλιζε κοινοβουλευτική στήριξη.
Η συμφωνία προέβλεπε κυβέρνηση Συνασπισμού Φιλελευθέρων-Θεοτοκικών, η οποία θα έλυνε το αποτακτικό με την επάνοδο όλων των αξιωματικών που είχαν αποταχθεί για συμμετοχή στο κίνημα του Μαρτίου 1935, πλην όσων είχαν καταδικασθεί από τα στρατοδικεία και οι οποίοι άλλωστε είχαν ήδη αμνηστευθεί. Η κυβέρνηση εκείνη θα προχωρούσε στη διενέργεια εκλογών με πλειοψηφικό, τα δε δύο κυβερνητικά κόμματα θα κατέρχονταν στις εκλογές με κοινούς συνδυασμούς.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του «μυστηριώδους» δημοσιογράφου Ιωάννη Διάκου προς τον Γρηγόριο Δαφνή:
«Την συμφωνίαν ανεκοίνωσε εις τον Βασιλέα ο Σοφούλης την πρωίαν της 22ας Ιουλίου 1936. Ο Βασιλεύς ηρκέσθη να ερωτήση τον Σοφούλην πότε θα εφηρμόζετο η συμφωνία. Ούτος απήντησεν ότι η νέα κυβέρνησις θα εσχηματίζετο άμα τη ενάρξει των εργασιών της Βουλής, δηλαδή τας αρχάς Οκτωβρίου. Ο Βασιλεύς εφάνη ικανοποιημένος, ότι δεν θα εξεδηλώνετο αμέσως η κυβερνητική κρίσις. Συνεχάρη τότε τον Σοφούλην και συνέστησεν, όπως το εν τω μεταξύ διάστημα χρησιμοποιηθή διά την συζήτησιν όλων των λεπτομερειών, ώστε η νέα κυβέρνησις να είναι ετοίμη, όπως ορκισθή την 1ην Οκτωβρίου.
»Την 7ην μ.μ. της ιδίας ημέρας ο Βασιλεύς μετέδωσεν εις τον Μεταξάν ολόκληρον το περιεχόμενον της συνομιλίας του με τον Σοφούλην. Την επομένην, ο Μεταξάς εκάλεσεν τους Σκυλακάκην, Παπαδήμαν και Ι. Διάκον και τους ανεκοίνωσεν ότι έλαβεν την συγκατάθεσιν του Βασιλέως διά την κήρυξιν της δικτατορίας και ότι εντός 10 μέχρι 15 ημερών θα εγίνετο το πραξικόπημα».
Έτσι είχε δρομολογηθεί η κήρυξη δικτατορίας, στην προετοιμασία της οποίας κατά όλως περίεργο τρόπο είχε συνεργασθεί εκ του αφανούς ο Σοφοκλής Βενιζέλος, υπαρχηγός του Κόμματος Φιλελευθέρων, ο οποίος είχε λάβει την υπόσχεση ότι θα του ανατεθεί η αντιπροεδρία της κυβερνήσεως. Και πράγματι την 4η Αυγούστου 1936 κηρύχθηκε η δικτατορία και ταυτόχρονα απαγορεύθηκε η λειτουργία όλων των πολιτικών κομμάτων. Την επομένη, ανάμεσα σε άλλες υπουργικές μεταβολές που κρίθηκαν αναγκαίες, την αντιπροεδρία της κυβερνήσεως και το υπουργείο Οικονομικών ανέλαβε ένας παλαιός κορυφαίος συνεργάτης του Ελ. Βενιζέλου, ο Κωνσταντίνος Ζαβιτσιάνος.

ΙΣΤΟΡΟΜΝΗΜΩΝ

Επειδή η ιστορική αλήθεια δεν βλάπτει - Επειδή η πλαστογραφία της σύγχρονης ιστορίας είναι απεχθής - Επειδή η καθ' έξιν ψευδολογία είναι καταδικαστέα - Επειδή η ανάμιξη των ιστορικών γεγονότων με τη μικροπολιτική οδηγεί σε αποπροσανατολισμό - Επειδή η συστηματική ισοπέδωση της ιστορικής μνήμης δεν ισοδυναμεί παρά με καταδολίευση των ιερότερων παρακαταθηκών = σ' αυτόν εδώ τον χώρο θα φιλοξενούμε ό,τι ακριβώς συμβάλλει στην ιστορική αλήθεια. Ακόμη κι όταν ενοχλεί και δεν είναι εύπεπτη...